Γιατί οι τζιχαντιστές λατρεύουν την ποίηση
Κατερίνα I. Ανέστη
Η ποίηση ως προπαγάνδα; Φυσικά, το έχουμε δει σε όλες τις φάσεις της ιστορίας. Αλλά ως προπαγάνδα για τον αφανισμό δεν υπήρξε ξανά έτσι. Για το ISIS είναι όμως ένα καθοριστικό μέσο προσηλυτισμού, φανατισμού, καθολικής υποδούλωσης…
Οι τζιχαντιστές τρέφονται με μίσος, με τυφλή πίστη στην αφανιστική βία, με μια διεστραμμένη απόδοση θείου δικαίου. Τους τα «ταΐζει» μεταξύ άλλων η ποίησή τους: Στίχοι ποτισμένοι με συναίσθημα και προπαγάνδα που φουσκώνει το στήθος τους όταν εκτελούν αθώους πολίτες πάνω στη στιγμή της ανέμελης χαράς τους. Ποίηση που «ανταμείβει» τους τρομοκράτες με την ύψιστη ηδονή την ώρα που πυροδοτούν τα εκρηκτικά με τα οποία έχουν ζωστεί πέφτοντας με φόρα στα πλήθη των αλλόθρησκων. Οι ποιητές τους είναι μορφές απόλυτου σεβασμού, είναι συχνά οι ίδιοι οι ηγέτες τους. Το ξέρατε ότι ο Μπιν Λάντεν ήταν (και) ποιητής;
Αντιλαμβάνομαι πως η διατύπωση ότι η ποίηση οπλίζει δολοφόνους σοκάρει. Αυτό που για τους περισσότερους είναι ελεγεία της ζωής και του έρωτα, ανύψωση του πόνου της ύπαρξης που οδηγεί εν τέλει στην κάθαρση, για τους τζιχαντιστές είναι το έρεβος του θανάτου. Τα ποιήματα που διαβάζουν ή γράφουν, είναι ποτισμένα από συναίσθημα και εικόνες. Με στίχους σβέλτους, κοφτούς, μελό και θριαμβικούς μαζί. Ποιήματα παλιά, εκατοντάδων ετών που μπαίνουν σε νέα νοηματική σήμανση και στοχευμένα νέα ποιήματα. Οι τζιχαντιστές παράγουν χιλιάδες στίχους, μιλούν για αυτούς σε ειδικά φόρουμ στο διαδίκτυο, διοργανώνουν διαγωνισμούς με μεγάλες χρηματικές αμοιβές, τα τουϊτάρουν.
«Ρώτα Μοσούλη, πόλη του Ισλαμ, να μάθεις για τους λέοντες- πως ο μανιασμένος αγώνας τους έφερε την απελευθέρωση. Η γη της δόξας απαλλάχθηκε από την ταπείνωση και την ήττα και φόρεσε το ένδυμα του μεγαλείου». Αυτό έγραψε η σχεδόν εικοσιπέντε ετών ποιήτρια σύμβολο των τζιχαντιστών, η Αχλαμ αλ-Νασρ όταν οι τζιχαντιστές κατέκτησαν την Μοσούλη στο Ιράκ. Η στιγμή του θριάμβου και απέναντι η στιγμή της συντριβής όπως την έζησε η ίδια την άνοιξη του 2011 όταν οι διαδηλωτές ξεσπούσαν εναντίον του Ασαντ στη Συρία. «Οι σφαίρες τους ταρακούνησαν το μυαλό μας σαν σεισμός, ακόμα και τα σκληρά οστά ράγισαν και μετά έσπασαν. Τρύπησαν τους θώρακές μας, διέλυσαν τα πλευρά μας –έμοιαζε με μάθημα ανατομίας! Αρχισαν να πλένουν τους δρόμους ενώ το αίμα ακόμα έτρεχε σαν χείμαρρος ψηλά από τον ουρανό.»
Πολλοί δυτικοί μελετητές εκτιμούν πως όσα έζησε την άνοιξη του 2011 ήταν αυτά που την ριζοσπαστικοποίησαν. Από το φθινόπωρο του 2014 ζει στη Ράκα της Συρίας, στην πόλη πρωτεύουσα του ISIS και είναι η μεγαλύτερη ποιήτρια και προπαγανδίστρια του καθεστώτος. Στα σπίτια διαβάζουν εκστατικά την ποίησή της, παιδιά μεγαλώνουν με τις εικόνες της. Σε εκτενές του άρθρο τον περασμένο Ιούνιο το περιοδικό The New Yorker σημειώνει πως το καλοκαίρι κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο μέσω διαδικτύου, με τον τίτλο «Η Φλόγα της Αλήθειας». Ποιήματά της έγιναν τραγούδια, χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων βεβαίως, αφού το ισλαμικό καθεστώς απαγορεύει την ορχηστρική μουσική… Χορωδιακές συναθροίσεις εκτόνωσης και πυροδότησης. Τα 107 ποιήματά της, σημειώνει το The New Yorker είναι «ελεγείες στους μουτζαχεντίν, θρήνοι για τους φυλακισμένους, ωδές νίκης αλλά και μικρά ποιήματα που αρχικά ήταν tweets.»
Η ποίηση ως προπαγάνδα; Φυσικά, το έχουμε δει σε όλες τις φάσεις της ιστορίας. Αλλά ως προπαγάνδα για τον αφανισμό δεν υπήρξε ξανά έτσι. Για το ISIS είναι όμως ένα καθοριστικό μέσο προσηλυτισμού, φανατισμού, καθολικής υποδούλωσης. Με το συναίσθημα και τη γλαφυρότητα καλύπτουν τον φόβο ή την φρίκη που είναι λογικό να προκαλεί ο θάνατος. Και μετά μετατρέπει αυτή την αντίδραση σε δίψα για δικαίωση και αίμα. Η βαρβαρότητα ανάγεται σε κάτι υψηλότερο… Οι μελετητές λένε πως η ηγεσία του ISIS στοχεύει μέσω των ποιημάτων και στους «πολεμιστές του καναπέ». Αυτούς που φανατίζονται και εκφράζουν τις απόψεις τους μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Θέλει να τους οπλίσει και να τους στείλει ως τιμωρούς στην καρδιά αυτού που θεωρείται άσεμνο, ασεβές, ανάξιο επιβίωσης. Τέτοια ποιήματα συναντώνται συχνά στην Τσετσενία.
Αλλά και ο ίδιος ο Μπιν Λάντεν, που συνέγειρε τα πλήθη στα οποία απευθυνόταν, χρησιμοποιούσε στο λόγο του ευρέως ποιήματα, συνδύαζε στίχους 1.400 ετών με δικούς του στίχους. Σε ένα από αυτά, που βρέθηκαν ηχογραφημένα στο καταφύγιό του, μιλά για έναν στρατιώτη που χαμογελαστός ορμά στην καταχνιά του πολέμου και λεκιάζει τις λεπίδες του σπαθιού του με το κόκκινο του αίματος.
Δεν μπορείς να εξετάσεις ένα φαινόμενο, αν δεν αναλύσεις, αν δεν κάνεις ανατομία στον πυρήνα του πολιτισμού του. Οι ειδικοί, τώρα περισσότερο παρά ποτέ, συνειδητοποιούν ότι πρέπει να ζητήσουν απαντήσεις και να τελειοποιήσουν το ψυχογράφημα των τζιχαντιστών μελετώντας εξονυχιστικά τα ποιήματά τους. Με την ανατριχιαστική αντιστροφή του στίχου της Σίλβια Πλαθ, πως «η ποίηση είναι πίδακας αίματος, τίποτα δεν την σταματά».