Κι όμως, η κρητική διατροφή είναι «επιστημονικό λάθος»
Γιάννης Δεβετζόγλου
Ελληνες και βρετανοί επιστήμονες απέδειξαν ότι τελικά δεν είναι η καλή διατροφή, αλλά τα γονίδια που έχουν οι περισσότεροι κάτοικοι στον Μυλοπόταμο Ρεθύμνου. Οι αναλύσεις του DNA ανέτρεψαν δεδομένα 60 ετών. Tο Protagon μίλησε με την επικεφαλής της έρευνας, καθηγήτρια Ελευθερία Ζεγγίνη.
Η κρητική διατροφή αποτέλεσε αντικείμενο εκατοντάδων επιστημονικών ερευνών. Τα αποτελέσματα την παρουσίαζαν ως υποδειγματική για την υγεία και τη μακροζωία. Όλες οι μελέτες όμως βασίζονταν σε δύο παράγοντες: Τα επιδημιολογικά δεδομένα, δηλαδή το μέσο όρο ζωής και τη συχνότητα εμφάνισης κάποιων ασθενειών και στην αναζήτηση βασικών συστατικών της διατροφής, όπως είναι το ελαιόλαδο, το ψάρι, τα όσπρια κ.λπ.
Η εξέλιξη της επιστήμης όμως ήρθε να δώσει ένα «δυνατό χαστούκι» και να καταρρίψει δεδομένα 60 ετών. Οι αναλύσεις του DNA παρέχουν πλέον αδιάσειστα στοιχεία για το πώς και το γιατί.
Την ανατροπή σε αυτήν την περίπτωση έκαναν έλληνες και βρετανοί επιστήμονες, οι οποίοι απέδειξαν ότι τελικά δεν είναι η διατροφή καλή, αλλά τα γονίδια που έχουν οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής. Στο πλαίσιο έρευνας που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nature με επικεφαλής την βολιώτισσα καθηγήτρια Ελευθερία Ζεγγίνη, υπεύθυνη γενετικής έρευνας στο Ινστιτούτο Wellcome Trust Sanger του Κέιμπριτζ, ξεκαθαρίστηκε ότι ένα γονίδιο είναι αυτό που προστατεύει την καρδιά όσων ζουν στα χωριά του Μυλοπόταμου Ρεθύμνου και όχι η διατροφή.
Ο λόγος που επέλεξαν τη συγκεκριμένη περιοχή οι επιστήμονες, ήταν ότι οι κάτοικοι του Μυλοποτάμου τρώνε αρκετά ζωικά λίπη, αλλά η υγεία τους είναι καλή και συνήθως ζούνε πολλά χρόνια. Στην έρευνα αναλύθηκε πλήρως το γονιδίωμα 250 κατοίκων της περιοχής.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν μια νέα παραλλαγή γονιδίου (rs145556679), άγνωστη έως τώρα, που έχει προστατευτικές ιδιότητες για την καρδιά. Χάρη σε αυτό το γονίδιο, ένας άνθρωπος έχει εκ φύσεως χαμηλότερα επίπεδα κακής χοληστερίνης (LDL) και χαμηλότερα επίπεδα τριγλυκεριδίων. Με αυτόν τον γενετικό τρόπο μειώνεται ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου, ακόμη κι αν δεν κάνει ιδιαίτερα υγιεινή διατροφή.
Η διάσημη κρητική κουζίνα δεν ευθύνεται τελικά για την μακροζωία
Η εν λόγω παραλλαγή αυτού του γονιδίου πιθανότατα είναι μοναδική στον πληθυσμό του Μυλοπόταμου. Μέχρι σήμερα, οι γενετικές αναλύσεις σε χιλιάδες Ευρωπαίους έχουν φέρει στο φως ένα μόνο αντίγραφο του συγκεκριμένου γονιδίου σε έναν μοναδικό άνθρωπο στην Τοσκάνη της Ιταλίας.
Η μελέτη αποτελεί συνέχεια της έρευνας MANOLIS που είχε γίνει στα γονίδια κατοίκων των Ανωγείων και των γύρω ορεινών χωριών του Μυλοποτάμου στην Κρήτη. Όπως είχε προέκυψε το πρώτο μέρος της έρευνας, οι κάτοικοι των περιοχών αυτών έχουν πολύ συχνή μια καλή μετάλλαξη στα γονίδιά τους (40 φορές πιο συχνή από ό,τι σε άλλους Ευρωπαίους) η οποία μειώνει τα τριγλυκερίδια και αυξάνει την καλή χοληστερίνη στο αίμα.
Η συγκεκριμένη μελέτη με την ονομασία MANOLIS (Minoan Isolates) αποτέλεσε μέρος ενός μεγαλύτερου προγράμματος που ονομάζεται HELIC. Το κρητικό όνομά της έχει συναισθηματική αξία, καθώς είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Μανώλη Γιαννακάκη, στενού φίλου της κυρίας Ζεγγίνη, ο οποίος πριν από μερικά χρόνια και σε ηλικία μόλις 32 ετών έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
Παχύσαρκοι οι Κρητικοί
Τα εν λόγω δεδομένα έρχεται να συμπληρώσει μεγάλη μελέτη του ομότιμου καθηγητή Κλινικής Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Κρήτης Αντώνη Καφάτου. Σύμφωνα με όσα παρουσίασε ένα χρόνο πριν ο ίδιος σε διάλεξη του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδας, με θέμα «Παραδοσιακή διατροφή της Κρήτης σε αντίθεση με τη δυτική διατροφή στους Δείκτες Παιδικής Παχυσαρκίας», το καλύτερο διατροφικό «φάρμακο» δεν είναι η σημερινή κρητική διατροφή, αλλά η παραδοσιακή διατροφή του 1960.
«Δυστυχώς οι κάτοικοι της Κρήτης κατέχουν την πρώτη θέση σε παγκόσμιο επίπεδο στην παιδική παχυσαρκία» είχε τονίσει στην ομιλία του. Όπως εξήγησε ο κ. Καφάτος, αυτό συμβαίνει γιατί οι Κρητικοί ξέχασαν την παραδοσιακή διατροφή των προγόνων τους, ενώ ταυτόχρονα σήμερα ασκούνται πολύ λιγότερο σε καθημερινή βάση. Μάλιστα, η Κρήτη «κινδυνεύει να βουλιάξει» κάτω από το βάρος των κατοίκων της, καθώς έπειτα από 45 χρόνια, δηλαδή το 2005, οι άνδρες της Κρήτης της ίδιας ηλικίας, 40-60 χρόνων, είχαν 20 κιλά περισσότερο σωματικό βάρος, σε σύγκριση με τους άνδρες της ίδιας ηλικίας το 1960.
Η διατροφή των Κρητικών το 1960 περιελάμβανε δημητριακά, αυγά, τυρί, μαύρο ψωμί, φρούτα, λαχανικά, όσπρια, ελαιόλαδο, ψάρι, κοτόπουλο και κόκκινο κρέας μια φορά το μήνα. Η διατροφή αυτή συνοδευόταν από καθημερινή άσκηση, που περιελάμβανε χειρωνακτικές εργασίες και περπάτημα. Πάνω από το 60% των ανδρών της Κρήτης το 1960 τηρούσαν αυστηρά τις νηστείες της Εκκλησίας και δεν έτρωγαν κρέας, γαλακτοκομικά και αυγά για περίπου 180 ημέρες το χρόνο.
Ποια είναι η Ελευθερία Ζεγγίνη
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Βόλο. Από μικρή γνώριζε με τι ήθελε να ασχοληθεί και, όταν μεγάλωσε, όχι απλώς τα κατάφερε, αλλά είχε και ιδιαίτερη επιτυχία. «Ηθελα να ασχοληθώ με την επιστημονική έρευνα. Η επιθυμία μου ήταν να συνεισφέρω στην πρόοδο της αντιμετώπισης και της καταπολέμησης των ασθενειών που πλήττουν τον άνθρωπο», περιγράφει.
Σημαντικό γι’ αυτήν ήταν ότι με το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οι σπουδές που έκανε στη Βρετανία ολοκληρώθηκαν σχεδόν στον μισό χρόνο από ό,τι θα γινόταν εάν τις έκανε στη χώρα μας. Ετσι, σε ηλικία μόλις 18 ετών και αφού είχε εξασφαλίσει την υποτροφία από το Αχιλλοπούλειο Ιδρυμα για τις σπουδές της, άφησε τη χώρα και εμπιστεύτηκε για το μέλλον της το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ (UMIST) για σπουδές στη Βιοχημεία.
Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Μάντσεστερ και έπειτα από τέσσερα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης όπου εργάστηκε ως ερευνήτρια στη γενετική του διαβήτη μετακόμισε στο Κέιμπριτζ, όπου ηγείται ερευνητικής ομάδας με κύριο αντικείμενο τη γενετική καρδιομεταβολικών ασθενειών και οστεοαρθρίτιδας. Τα τελευταία χρόνια έχει δημοσιεύσει περισσότερα από 150 επιστημονικά άρθρα με σημαντικές ανακαλύψεις κληρονομικών παραγόντων που προδιαθέτουν για παχυσαρκία, διαβήτη, οστεοαρθρίτιδα, ρευματοειδή αρθρίτιδα, υπερλιπιδαιμία κ.ά. Εχει διακριθεί μάλιστα ως η καλύτερη ανερχόμενη ερευνήτρια από πολλούς επιστημονικούς οργανισμούς (Society for Rheumatology το 2002, European League Against Rheumatism το 2003, University of Oxford Medical Division το 2007 και European Association for the Study of Diabetes το 2008). Πέρυσι, το Πανεπιστήμιο του Λέστερ τής απένειμε τον τίτλο της επίτιμης καθηγήτριας ως αναγνώριση της συνδρομής της στον χώρο της Γενετικής.