H νοσταλγία, αλλά και η εμμονή της ποπ κουλτούρας με την ανακύκλωση ιδεών και τάσεων φέρνουν ένα σαρωτικό déjà vu σε μουσική, μόδα, περσόνες, εκδόσεις, ποδόσφαιρο και φυσικά στον κινηματογράφο σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Το 2015 ήταν η χρονιά των απανωτών εκλογικών αναμετρήσεων, ενός δημοψηφίσματος, της ανακάλυψης ενός χαμένου κρίκου στην αλυσίδα της ανθρωπότητας (Homo naledi), της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, της έκρηξης του Προσφυγικού, της ματωμένης από την τρομοκρατία Ευρώπης. Ηταν, όμως, και η χρονιά του 24ου Τζέιμς Μποντ στην ιστορία της σειράς, μιας μεγάλης έκθεσης για την τέχνη του Ντέιβιντ Μπάουι, μιας επικής συνεργασίας Σκορσέζε – Μικ Τζάγκερ. Είναι επίσης η χρονιά μέσα στην οποία οι μεγαλύτερες εφημερίδες του πλανήτη έβαλαν τουλάχιστον μία φορά τον τίτλο «Τα ‘70s επιστρέφουν» πάνω από οποιοδήποτε editorial μόδας. Και θα συνεχίζουν να τον βάζουν στους μήνες που έρχονται…
Με άλλα λόγια, η νοσταλγία για την αντιηρωική δεκαετία του 20ού αιώνα ή πιο δυνατή από ποτέ. Να πρόκειται για μια ασυνείδητη επιστροφή στα χρόνια της αθωότητας, όταν ο πόλεμος του Βιετνάμ και η θέληση για γυναικεία χειραφέτηση σάρωνε κανόνες από τις πασαρέλες μέχρι τη μεγάλη οθόνη; Ή για ένα αλληθώρισμα προς την εποχή της πετρελαϊκής κρίσης (1973 και 1979), όταν καταραμένοι και losers αναζητούσαν μια θέση στον ήλιο; Η ποπ κουλτούρα ποτέ δεν δίνει αναφορά για την ταχύτητα με την οποία ανακυκλώνει τάσεις, σύμβολα, ήρωες, τραγούδια και τίτλους. Αλλά το 2015 ήταν το φόρτε της.
«Βινύλιο» και ντίσκο
Η συμφωνία κυρίων μεταξύ του κατεξοχήν αντιηρωικού σκηνοθέτη των seventies, Μάρτιν Σκορσέζε, και του απόλυτου ειδώλου πασών των εποχών Μικ Τζάγκερ, είναι από μόνη της ένας δυνατός συμβολισμός. Οι δυο τους υπογράφουν την παραγωγή της αναμενόμενης τηλεοπτικής σειράς «Vinyl», το πρώτο επεισόδιο της οποίας έχει προγραμματιστεί για τον Ιανουάριο του 2016 στην HBO. Το project, που σηματοδοτεί την επιστροφή του Σκορσέζε στην τηλεόραση μετά το «Boardwalk Empire», αφηγείται την ιστορία του Ρίτσι Φινέστρα, ενός χαρισματικού μουσικού παραγωγού σε μια μεγάλη δισκογραφική εταιρία της Νέας Υόρκης το 1977, όταν η πανκ και η ντίσκο συνυπήρχαν και το χιπ χοπ άρχιζε να κάνει την εμφάνισή του.
Αν η ντίσκο ζoύσε μεγάλες στιγμές το 1970, 45 χρόνια μετά αφήνει το αποτύπωμά της στις δισκογραφικές δουλειές πολλών νέων συγκροτημάτων διεκδικώντας μερίδιο επιρροής από την κιθαριστική φολκ. Σαν επιστέγασμα της επιστροφής, ο «πατριάρχης» της ντίσκο Τζόρτζιο Μόροντερ κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ έπειτα από τρεις δεκαετίες, με τον αυτοαναφορικό τίτλο «74 Is The New 24» (με γκεστ εμφανίσεις από την Κάιλι Μινόγκ και την Μπρίτνεϊ Σπίαρς). Ο κατά 11 χρόνια νεότερός του, αλλά επίσης θρύλος, Νάιλ Ρότζερς, όταν δεν περιοδεύει σε φεστιβάλ συνεργάζεται με γνωστούς καλλιτέχνες στην παραγωγή νέων άλμπουμ, όπως αυτή την περίοδο με τους Duran Duran. Αλλά και ο τρίτος της ντισκοπαρέας, ο γάλλος παραγωγός Σερόν, που μεσουράνησε τις δεκαετίες του 1970 και 1980 στην Ευρώπη, ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα. Η συμμετοχή του πέρυσι στη συλλογή τραγουδιών «Cosmic machine: A Voyage Across French Cosmic & Electronic Avantgarde» «κούμπωσε» με την επάνοδο της ντίσκο μουσικής σκηνής και του άνοιξε τα φτερά για νέα καριέρα στα 62 του χρόνια. Το απέδειξε το μίνι ντοκιμαντέρ που αναρτήθηκε στο Διαδίκτυο από την Pitchfrok TV, του ομότιτλου μουσικού περιοδικού, αλλά και μια φρέσκια συλλογή με τίτλο «The best of Cerrone Productions», από την Because Music.
Η Πάτι Σμιθ θυμάται
Σαν μια ξεχασμένη καρτ ποστάλ από τα seventies κατέφτασε και το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Πάτι και Ρόμπερτ» (Κέδρος), μετάφραση του αυτοβιογραφικού «Just kids» της Πάτι Σμιθ, που κέρδισε το 2010 το Εθνικό Βραβείο των ΗΠΑ. Σ’ αυτό η γυναίκα που θα γινόταν «ιέρεια της πανκ», καταφέρνει να γράψει μία ερωτική επιστολή προς τη Νέα Υόρκη, να αποτίσει φόρο τιμής στα πνεύματα και τους πρωταγωνιστές της ροκ ‘ν’ ρολ και να ολοκληρώσει το υστερόγραφό της για τη φιλία και τον έρωτα με τον φωτογράφο Ρόμπερτ Μέιπλθορπ. Δύο νέα παιδιά, σπάνια πλάσματα, αλωνίζουν σαν ξωτικά την Νέα Υόρκη και πίσω τους σηκώνεται η σκόνη της σεξουαλικής απελευθέρωσης, της ποίησης, της αγάπης, της αφοσίωσης στην τέχνη.
Τα επεισόδια του βιβλίου είναι και επεισόδια από μια εποχή που πρόλαβε να μυθοποιηθεί: η γνωριμία με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ (που την πέρασε για ένα «πολύ όμορφο αγόρι» όταν την πρωτοσυνάντησε), η επιρροή του Ντίλαν και της Μπαέζ, η γαλλική νουβέλ βαγκ, η διαμονή στο περίφημο Chelsea Hotel (εκεί όπου συχνάζουν ο Τζίμι Χέντριξ και η Τζάνις Τζόπλιν) και το θρυλικό εξώφυλλο στον πρώτο της δίσκο «Horses», όπου ο Ρόμπερτ τη φωτογραφίζει με ένα λευκό πουκάμισο και το σακάκι στον ώμο. «Ο Ρόμπερτ κι εγώ γιορτάσαμε τα γενέθλιά μας. Ο Ρόμπερτ έκλεισε τα είκοσι τρία. Έπειτα τα έκλεισα εγώ. Ο τέλειος πρώτος αριθμός. Ο Ρόμπερτ μου έφτιαξε μια κρεμάστρα για γραβάτες με την εικόνα της Παρθένου Μαρίας. Εγώ του έδωσα εφτά μικρά κρανία περασμένα σε δερμάτινο κορδόνι…Νιώθαμε έτοιμοι για τα σέβεντις. “Είναι η δεκαετία μας”, είπε».
Τα συνεχή φλας μπακ και η νοσταλγία για τη χαμένη αγάπη δεν μπορούν παρά να διαπερνούν το βιβλίο, το οποίο η Σμιθ ξεκίνησε να γράφει μετά τον θάνατο του Μέιπλθορπ, διάσημου πια πρωτοποριακού φωτογράφου, το 1989, από επιπλοκές του AIDS. Κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του, άλλωστε, η Πάτι θα χάσει πρώτα τον άντρα της, Φρεντ Σόνικ Σμιθ των θρυλικών MC5 (η ανάμνηση του οποίου στοιχειώνει το δεύτερο αυτοβιογραφικό βιβλίο «M Train», που κυκλοφόρησε μέσα στη χρονιά) και στη συνέχεια τον αδερφό της, Τοντ.
Ο Μπάουι στο μουσείο
Σε έναν γαλαξία όχι πολύ μακριά, το glam rock βρήκε τον τρόπο να μπει στο μουσείο. Η έκθεση «David Bowie Is», που είχε πρωτοπαρουσιαστεί στο Victoria & Albert του Λονδίνου το 2013, ήταν μια από τις πετυχημένες ενότητες στη Philarmonie de Paris το 2015, ενώ συνέχισε σε Αυστραλία και Ολλανδία. Ένα μαντίλι με το κραγιόν του, ένα κουταλάκι για χρήση κοκαΐνης, τα κεντημένα κιμονό του Konsai Tamamoto, το μπροκάρ σακάκι του Αλεξάντερ ΜακΚουίν: ήταν όλα εκεί. Τεκμήρια για την επιρροή μιας περσόνας στη μουσική, τη μόδα, το ντιζάιν, τα βιντεοπαιχνίδια και τη διαφήμιση. Συμπληρωματικά, η Taschen κυκλοφόρησε έναν εξαντλητικό τόμο για το φαινόμενο με τίτλο «The rise of David Bowie», με απόλυτο ζουμάρισμα στις τάσεις της εποχής που επέτρεπαν την αυτοέκφραση και τις πολλαπλές μεταμορφώσεις της ταυτότητας.
Ποδοσφαιρική αθωότητα
Ο ίδιος εκδοτικός οίκος χτύπησε διάνα με την κυκλοφορία ενός ακόμη επιδραστικού λευκώματος, αυτή τη φορά για τα χρόνια της γηπεδικής αθωότητας. Με το «The age of innocence», σε επιμέλεια Ρόιελ Γκόλντεν, επέστρεψε στην εποχή του 1970, όταν η μπάλα ήταν το ευγενές όπιο του λαού και όχι παιχνίδι εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, με στρατηγικές μάρκετινγκ και παίκτες – μηχανές που βρίσκονται σε άλλη σφαίρα: αυτήν της εξαιρετικής, σχεδόν εξωπραγματικής, διασημότητας (κάθε ομοιότητα με το 2015 δεκτή). Η συγκεκριμένη δεκαετία σηματοδοτούσε το τέλος του ποδοσφαίρου με την «πρωτόγονη» μορφή του. Η αθωότητα ποδοπατήθηκε από τη σταδιακή παγκοσμιοποίηση του αθλήματος χάρη στις υπερομάδες όπως ο Αγιαξ και τους ταλαντούχους παίκτες όπως ο Πελέ και ο Μπεκενμπάουερ, οι οποίοι ανήκαν στην πρώτη γενιά των ποδοσφαιριστών σουπερστάρ, πολύ πριν ο Ντέιβιντ Μπέκαμ φωτογραφηθεί με εσώρουχα.
Τουνίκ στις πασαρέλες
Μ’ αυτή την τρίπλα, ο πρώην άσος μας βάζει στο επόμενο κεφάλαιο: τη μόδα του 2015. Από τις λουλουδάτες τουνίκ της Celine ως τα εμπριμέ ψυχεδελικά τουρμπάνια του Υves Saint Laurent και τις τζιν καμπάνες του Louis Vuitton το χίπικο στυλ του 1970 σάρωσε στις πασαρέλες της περασμένης χρονιάς και στις σελίδες των σημαντικότερων περιοδικών μόδας. Μια από τις λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά: ειδικά για τη νέα της καμπάνια η Celine επέλεξε ως κεντρικό πρόσωπο την Τζόαν Ντίντιον: ένα από τα ινδάλματα της συγγραφικής τέχνης που κατέγραψε το πνεύμα του 1970 μαζί με τους άλλους εκπροσώπους της «Νέας Δημοσιογραφίας».
Το απόλυτο κινηματογραφικό παραμύθι
Μουσική, είδωλα, μόδα και τηλεόραση. Η νοσταλγία είναι μπόλικη, αλλά δεν είναι αρκετή. Ποια επιστροφή στα ‘70s μπορεί να είναι πλήρης χωρίς το μεγαλύτερο παραμύθι επιστημονικής φαντασίας όλων των εποχών; Από ένα γύρισμα της τύχης, η σειρά που εγκαινίασε ο Τζωρτζ Λούκας το 1977 («Star Wars: A new hope») απέκτησε τα Χριστούγεννα ένα νέο κομβικό σταθμό: «Star Wars: Η δύναμη ξυπνάει». Και οι προσδοκίες των απανταχού οπαδών της Δύναμης ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερες για την αναβίωση μιας μυθολογίας που απογειώθηκε δυνατά το 1980, αλλά γνώρισε πολλές ήττες στις επόμενες δεκαετίες. Με τον νέο «Πόλεμο των Άστρων» ο Τζ. Τζ. Έιμπραμς καλείται φέτος να συνεχίσει έναν από τους πιο πετυχημένους μύθους που γέννησε η δεκαετία του 1970. Η ίδια που γέννησε το «Νονό», τον «Ελαφοκυνηγό», το «Μανχάταν», το «Κουρδιστό πορτοκάλι», τα «Σαγόνια του καρχαρία», τον «Ταξιτζή», το «Στάλκερ», το «Επάγγελμα ρεπόρτερ», τον «Θίασο». Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των ηρώων και δημιουργών της, πάντως, βρισκόταν σε μια ατάκα του 1969 από τον «Ξένοιαστο καβαλάρη»: «Δεν φοβούνται εσένα, αλλά αυτό που αντιπροσωπεύεις: την ελευθερία». Με την ίδια έννοια που μπορεί κανείς να μη νοσταλγεί μια χρονολογία, αλλά αυτό που αντιπροσωπεύει: την ελευθερία.