«O Παβαρότι που αγάπησα»: ο τενόρος με τα μάτια της γυναίκας του
Η Νικολέτα Mαντοβάνι, δεύτερη σύζυγός του Λουτσιάνο Παβαρότι, εν όψει των εκδηλώσεων για τα δέκα χρόνια από τον θάνατό του μιλάει για τη κοινή ζωή τους και «ξεναγεί» στο σπίτι τους που το έχει μετατρέψει σε μουσείο.
Πλάθιντο Ντομίνγκο, Χοσέ Καρέρας, Τζούκερο, Ερος Ραματσότι, και πολλοί άλλοι θα είναι στην Αρένα της Βερόνα στις 6 Σεπτεμβρίου για να τιμήσουν τη μνήμη ενός μεγάλου της μουσικής: του Λουτσιάνο Παβαρότι. Η Νικολέτα Mαντοβάνι, δεύτερη σύζυγος του μεγάλου τενόρου, έχει μετατρέψει το σπίτι τους, λίγο έξω από Μόντενα, σε μουσείο αφιερωμένο στον τενόρο. Πενήντα χιλιάδες άτομα το επισκέπτονται κάθε χρόνο. Αυτό το διάστημα η Mαντοβάνι ασχολείται με τις εκδηλώσεις για τα δέκα χρόνια από τον θάνατό του.
Μία γωνία του Μουσείου αφιερωμένη στα βραβεία του τενόρου (Luciano Pavarotti Foundation/Facebook)
«Εχουν περάσει δέκα χρόνια αλλά ο Λουτσιάνο μου λείπει πάντα πολύ», λέει η Mαντοβάνι μιλώντας στην Cοrriere della Sera. Oλα σε αυτό το σπίτι θυμίζουν τον μεγάλο τενόρο. «Το πιο σημαντικό δωμάτιο του σπιτιού για εκείνον ήταν η κουζίνα. Είχαμε πάντα πολλούς καλεσμένους και δεν έπρεπε να λείπει τίποτε. Αντίθετα, όλα ήταν εις διπλούν» λέει και δείχνει δύο ψυγεία, δύο κουζίνες και δύο πλυντήρια πιάτων στον χώρο που ακόμα βρίσκεται η κουζίνα, βαμμένη σε χρώμα κίτρινο. «Ηταν το αγαπημένο του χρώμα, εκείνο του ήλιου».
Στον τοίχο μερικά παιδικά σχέδια. «Τα ζωγράφισε η Αλίτσε (κόρη του Παβαρότι και της Μαντοβάνι – ο τενόρος είχε άλλα τρία παιδιά από τον πρώτο του γάμο με την Αντουα Βερόνι). «Ζωγραφίζανε μαζί, ήταν ένα από τα πράγματα που ακόμα της θυμίζει τον πατέρα της». Σήμερα η Αλίτσε είναι μαθήτρια του κλασικού λυκείου και – κατά δήλωση της μητέρας της – αγαπά ιδιαίτερα τα αρχαία ελληνικά. Η Αλίτσε ήταν μόλις τεσσεράμιση ετών όταν έχασε τον πατέρα της από καρκίνο στο πάγκρεας.
Ο Παβαρότι μαζί με τη σύζυγο του Νικολέτα Mαντοβάνι σε μία παιχνιδιάρικη πόζα, το 1999 (Diane Freed/Getty Images/Ideal Images)
«Ο Λουτσιάνο έμαθε ότι ήταν άρρωστος ενάμιση χρόνο προτού πεθάνει. «Της λέω πάντοτε ότι ο πατέρας της ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης, με μία φωνή μοναδική. Ηταν όμως και ένας εξαιρετικός άνθρωπος». Η Αλίτσε «του μοιάζει σε πολλά πράγματα. Ο Λουτσιάνο ήταν ένας άνθρωπος που δεν υποκρινόταν, ήταν αυτό που έβλεπες, δεν έκανε ποτέ κάτι μόνο και μόνο επειδή έπρεπε να το κάνει. Ενίοτε ήταν αιχμηρός, αλλά ως εκεί. Δεν κρατούσε ποτέ κακία».
Ο μεγάλος τενόρος στο «Μάπετ Σόου», το 1987 (Luciano Pavarotti Foundation/Facebook)
«Οταν ένιωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την υγεία του πήγαμε στη Νέα Υόρκη. Αρχικά οι γιατροί νόμιζαν ότι επρόκειτο για πρόβλημα στη σπονδυλική στήλη. Oταν κατάλαβαν τι συμβαίνει αποφάσισαν να τον εγχειρήσουν. Η επέμβαση πήγε καλά, αλλά ύστερα από έναν χρόνο η κατάστασή του επιδεινώθηκε. Ηταν μαχητής, πολέμησε ως το τέλος με αποφασιστικότητα, χωρίς να χάσει ποτέ το χαμόγελό του» θυμάται σήμερα η Νικολέτα Μαντοβάνι.
Διασκεδάζοντας στο Λονδίνο το 1971 (Luciano Pavarotti Foundation/Facebook)
Οταν γνωρίστηκαν εκείνη ήταν 23 και εκείνος 58. Ο Παβαρότι ήταν παντρεμένος με την Αντουα Βερόνι και είχε τρεις κόρες – τη Λορέντσα, την Κριστίνα και την Τζουλιάνα – μεγαλύτερες σε ηλικία από τη Νικολέτα. Η δημοσιοποίηση της σχέσης τους προκάλεσε σεισμό στην Ιταλία και ήταν για μεγάλο διάστημα, θέμα στα μέσα ενημέρωσης όλου του κόσμου. Οταν η ίδια έθιγε το ζήτημα της διαφοράς ηλικίας εκείνος της απαντούσε ότι ήταν πολύ νεότερος από εκείνη. «Και είχε δίκιο. Δεν μπορείς να είσαι μεγάλος καλλιτέχνης αν δεν έχεις μέσα σου καρδιά παιδιού» είχε πει η Μαντοβάνι σε παλαιότερη συνέντευξή της.
Η περιουσία του Παβαρότι όταν εκείνος πέθανε υπολογίζεται σε 300 εκατομμύρια δολάρια – περιλάμβανε ακίνητα στη Νέα Υόρκη, στο Μόντε Κάρλο και στη Μόντενα. Κατά το ιταλικό Δίκαιο, το 25% της περιουσίας πήγε στη Μαντοβάνι, ενώ το 50% μοιράστηκε ανάμεσα στις τέσσερις κόρες τους. Αλλά για το υπόλοιπο 25% ξέσπασε ένας πραγματικός δικαστικός πόλεμος που κατέληξε σε συμβιβασμό, οι λεπτομέρειες του οποίου δεν έγιναν γνωστές.
Με τις κόρες του, Λόρεντζα, Τζουλιάνα και Κριστίνα (Luciano Pavarotti Official/Facebook)
Η Μαντοβάνι δίνει μια εικόνα του Παβαρότι σχεδόν ιδανική. «Ηταν γενναιόδωρος, χωρίς επιφυλάξεις. Εκανε τον άλλον να αισθάνεται ο πιο σπουδαίος άνθρωπος στον κόσμο και ήταν πάντοτε κοντά σε όποιον τον είχε ανάγκη. Στο κοινό του έδινε όλο του το είναι. Δεν ανταγωνιζόταν τους συναδέλφους του, η μάχη του ήταν προσωπική με τον εαυτό του».
Μετά τον θάνατό του, ο Παβαρότι κατηγορήθηκε ότι μαζί με τον Ντομίνγκο και τον Καρέρας – οι «Τρεις Τενόροι» – κατέστρεψε την όπερα επειδή την έφερε κοντά στο πλατύ κοινό, ότι έκανε ποπ και μαζικό ένα μουσικό είδος που αγαπούσαν οι ελίτ. «Αλλά αυτό ακριβώς ήταν εκείνο που ήθελε να κάνει», λέει η Μαντοβάνι.
Οι «Τρεις Τενόροι», οι οποίοι κατηγορήθηκαν πως κατέστρεψαν την όπερα επειδή την έφεραν κοντά στο πλατύ κοινό (Luciano Pavarotti Official/Facebook)
Ο θάνατος του Παβαρότι άνοιξε μία δύσκολη περίοδο για την Μαντοβάνι με επιθέσεις σκληρή κριτική για τη στάση της και νομικές μάχες για τα κληρονομικά. Η ίδια λέει ότι πλέον τα έχει αφήσει πίσω της όλα αυτά. Μοναδική της επιδίωξη σήμερα είναι να διατηρήσει τη μνήμη του μεγάλου τενόρου ζωντανή. Στο σπίτι-μουσείο βρίσκονται τα πιο σημαντικά βραβεία που κέρδισε ο Παβαρότι. Εξι βραβεία Γκράμι, το «Kennedy Award» το οποίο συνήθως δίδεται σε Αμερικανούς και περισσότερα από 600… κλειδιά πόλεων. Στο υπνοδωμάτιό του εκτίθενται πίνακες που είχε ζωγραφίσει ο τενόρος – ένα πάθος του άγνωστο στους περισσότερους ήταν η αγάπη του για τη ζωγραφική. Και ακόμα η «αγαπημένη του εχθρός» μια μεγάλη ζυγαριά. Η Μαντοβάνι αποκαλύπτει ένα από τα μυστικά του: κανείς δεν ήξερε πόσο ζύγιζε…