Διαβάστε στα Ισπανικά

Μαρτυρίες:
Η Ελένη και ο ΙΙ Παγκόσμιος Πόλεμος

Γράφει:

Θάλεια

Στο άκουσμα του κουδουνιού, η πόρτα ανοίγει και με υποδέχεται η κυρία Ελένη. Παρά την ηλικία της, έχει την παντοτινή κομψότητα και κοκεταρία της γυναίκας των παλαιότερων γενεών: καλοντυμένη και χτενισμένη, είναι έτοιμη να ξετυλίξουμε μαζί τις μνήμες αυτής της δύσκολης εποχής που πέρασε η Ελλάδα υπό γερμανική κατοχή. Γεννήθηκε το 1928, τα χρόνια της δεν της φαίνονται, καθώς είναι μικροκαμωμένη, ζωηρή και με μυαλό καθαρό. Μου αφηγείται τα γεγονότα με διαύγεια και παραστατικότητα. Αυτές οι μνήμες δε σβήνουν…

Όλα στη ζωή της Ελένης κυλούσαν ήσυχα, ούτε ένα σύννεφο δεν έριχνε τη σκιά του στην αθωότητα της παιδικής της ηλικίας. Ζούσε με τα πέντε αδέρφια της στο κέντρο της Αθήνας, στο Μεταξουργείο εκείνης της εποχής, μία καλή περιοχή, σ’ ένα όμορφο σπίτι. Δεν τους έλειπε τίποτα. Ήταν έξι αδέρφια, τρία ξανθά, και τρία μελαχρινά. Η μητέρα της ήταν νοικοκυρά, όπως οι περισσότερες γυναίκες εκείνης της εποχής, κι ο πατέρας της ήταν υποδηματοποιός, ο καλύτερος της περιοχής! Τόσο καλός ήταν που τον έλεγαν “γλύπτη” γιατί τα παπούτσια του εφάρμοζαν τόσο καλά στα πόδια όποιου τα φορούσε που έμοιαζαν κάλτσες!

Πήγαινε η Ελένη στο καλύτερο σχολείο της περιοχής! Καινούργιο, τόσο ως προς τις εγκαταστάσεις όσο και ως προς τις παροχές. Είχε ακόμα και καλοριφέρ! Με καμάρι πήγαιναν η Ελένη, τα αδέρφια της και τα γειτονόπουλα στο σχολείο τους.

Μία μέρα πήγαινε στο σχολείο κρατώντας με περηφάνια τη χειροτεχνία που με τόσο ζήλο είχε κάνει με τη βοήθεια και του πατέρα της που είχε καταφέρει να της βρει από το φίλο του, το φαρμακοποιό, μπουκαλάκια κινίνης. Μέσα σ’ αυτά είχε βάλει σπόρους από φυτά τις κοτυληδόνες και μονοκοτυληδώνιες της, και τα είχε στήσει με λαστιχάκια στο χαρτόνι τόσο ωραία! Ξαφνικά άκουσε έναν εκκωφαντικό ήχο. Δεν ήξερε ούτε από πού προερχόταν, ούτε τι ήταν. Κοίταξε στον ουρανό και είδε αεροπλάνα που έριχναν κάτι στη γη. Νόμιζε πως έριχναν φαγητό. Δεύτερος ήχος! Τρομαγμένη κοίταξε γύρω της και είδε όσους ήταν στο δρόμο να κοιτάζονται έντρομοι. Άρχισε να τρέχει προς το σπίτι της. Μέσα στο φόβο της έτρεχε προσέχοντας ακόμη τα μπουκαλάκια στη χειροτεχνία της. Μπήκε μέσα και η μητέρα της την πήρε, καθώς και τ’ άλλα αδέρφια της και μπήκαν κάτω από το τραπέζι.

-Τι είναι αυτοί οι θόρυβοι, μαμά;

-Πόλεμος παιδί μου, πόλεμος! Μας βομβαρδίζουν! Οι Γερμανοί μας βομβαρδίζουν!

Δύο μέρες πέρασαν με τον ίδιο τρόπο αλλά ξαφνικά οι βομβαρδισμοί σταμάτησαν γιατί λόγω των αρχαίων μνημείων του βράχου της Ακρόπολης, η Αθήνα ανακηρύχθηκε ανοχύρωτη πόλη. Οι βομβαρδισμοί σταμάτησαν. Ο Πειραιάς, όμως, καταστράφηκε, γιατί ό,τι δε γινόταν στην Αθήνα, γινόταν εκεί, κι έτσι άρχισαν να έρχονται οι πρόσφυγες από τον Πειραιά.

-Και έτσι γίναμε τα κατοχικά παιδιά. Το ωραίο μας σχολείο, επειδή ήταν το πιο καινούργιο και το καλύτερα εξοπλισμένο, το επέταξαν οι Γερμανοί. Από αυτήν τη μέρα, ο γυμνασιάρχης μας ανακοίνωνε αποβραδίς σε ποιο κτίριο θα κάναμε μάθημα την επομένη μέρα κι εμείς, τα διψασμένα για γνώση παιδιά, τρέχαμε όπου μας έλεγαν για να κάνουμε το μάθημά μας.

Η ζωή κυλούσε μα οι Έλληνες δεν έχαναν το ταπεραμέντο τους.  Παρόλο που τρέφονταν με το δελτίο και τα λιγοστά τρόφιμα κι αγαθά που μπορούσαν να βρουν για να φέρουν στο τραπέζι τους, μαζεύονταν σε φιλικά σπίτια και, μα ρεβίθια έφερνε ο ένας, μα φακές ο άλλος, ήταν ευκαιρία να τα μοιραστούν, να χαρούν, να γελάσουν και να τραγουδήσουν μέχρι το ξημέρωμα. Κανείς δεν ήταν σίγουρος αν θα ήταν ζωντανός την επόμενη μέρα. Εξάλλου υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας από τις έντεκα το βράδυ μέχρι τις πέντε το πρωί, οπότε γλεντούσαν μέχρι την ώρα που μπορούσαν να κυκλοφορήσουν ξανά και να γυρίσουν στα σπίτια τους.

Τη χαρά τους εκδήλωναν επίσης βγαίνοντας όλοι στο δρόμο για να γιορτάσουν, όταν οι Σύμμαχοι κέρδιζαν μια μάχη αλλά όχι λίγες φορές αντιμετώπιζαν τα πολυβόλα των Γερμανών. Η Αθήνα υπέφερε και πεινούσε! Κάθε πρωί περνούσε το φορτηγό και μάζευε τους εκατοντάδες νεκρούς από την πείνα και τους πήγαινε να τους θάψει σε ομαδικούς τάφους. Οι κάτοικοι δε δήλωναν το θάνατο του δικού τους ανθρώπου στην αστυνομία για να μη χάσει η οικογένεια το δελτίο τροφίμων του εκλιπόντος. Οι Γερμανοί ήταν βίαιος και άκαρδος λαός: ο ήχος της μπότας ξυπνούσε τον τρόμο στον κατοχικό λαό. Τότε στο Χαλάνδρι παραθέριζαν οι Αθηναίοι και θυμάται η Ελένη ότι ήταν εκεί με το γαμπρό της και τις αδερφές της, σε μία καφετέρια, όταν ένιωσε ο γαμπρός της να τον ακουμπάει στον ώμο κάποιος. Έντρομος γύρισε και είδε ένα στρατιώτη με στολή γερμανική. Πέτρωσε. Ο στρατιώτης έσπευσε να του πει:

-Μην τρομάζεις, είμαι Αυστριακός.

Ήταν αυτοί όντως λίγο πιο ευγενικοί. Κοινό και καθημερινό θέαμα ήταν οι ατελείωτες ουρές στα μπακάλικα και τα κρεοπωλεία, το οποίο σήμαινε ότι είχαν φέρει κάποια τρόφιμα. Όσο για τις τιμές, το μπουκάλι λάδι κόστιζε μια περιουσία και όπως συμβαίνει συνήθως σε κάθε κρίση υπάρχουν κάποιοι που εκμεταλλεύονται τις συγκυρίες και βγάζουν πολλά λεφτά: οι μαυραγορίτες! Μπορούσες να βρεις τα πάντα, αρκούσε να μπορείς να πληρώσεις τις υπερβολικά υψηλές τιμές τους.  Όμως της Ελένης τον πατέρα τον είχαν πάρει οι Γερμανοί και τον είχαν πάει στην Εκάλη. Εκεί είχαν ένα εργοστάσιο όπου φτιάχνονταν οι αρβύλες τους. Γι’ αυτό η οικογένεια κατάφερε να επιβιώσει.

Όλες οι οικογένειες όμως είχαν απώλειες και η οικογένεια της Ελένης χτυπήθηκε από τη δυστυχία με το χαμό του Κώστα, του μεγάλου αδερφού. Πήγαινε ο 19χρονος Κώστας να δει τον πατέρα του στην Εκάλη και στο δρόμο άκουσε την εντολή να σταματήσει. Τρομαγμένος δεν υπάκουσε. Έτρεξε. Οι Γερμανοί τον έπιασαν και τον έδειραν αλύπητα με τη λαβή των όπλων τους. Ήταν ένας και ήταν τέσσερις. Στο νοσοκομείο διαγνώστηκε με οξεία νεφρίτιδα καταλήγοντας λίγες μέρες αργότερα. Όπως αυτή η οικογένεια, δεν υπήρχε καμία οικογένεια που να μην πληγώθηκε από τους Γερμανούς. Σαν σκοτωνόταν ένας Γερμανός, σε αντίποινα έκαναν μπλόκο και μάζευαν 50 Έλληνες άντρες και τους σκότωναν. Οι οικογένειες έχαναν τα ίχνη των ανθρώπων τους και δεν τους έβρισκαν ξανά ποτέ. Ήταν αυθάδεις κι ανελέητοι. Το φέρσιμό τους ήταν απότομο και υβριστικό. Ο λαός φοβόταν.

Εκείνο τον καιρό υπήρχαν παιδάκια-λούστροι, η πείνα και η φτώχεια ανάγκασε τον καθένα να προσφέρει ό,τι μπορούσε στην οικογένεια. Πολλά παιδιά ορφάνεψαν. Αυτά τα παιδιά υπέφεραν πολύ από τους κατακτητές που τα κακομεταχειρίζονταν. Ένα περιστατικό που θα μείνει αξέχαστο στην Ελένη είναι ενός μικρού παιδιού που βλέποντας να ξεφορτώνει καρβέλια ψωμί ένα γερμανικό φορτηγό, έτρεξε, πήρε ένα και το αγκάλιασε σφιχτά. Ένα χαμόγελο ζωγραφιζόταν στο προσωπάκι του στη σκέψη ότι θα χορτάσει το πεινασμένο του στομαχάκι. Ξαφνικά κάτι άσπλαχνα μπράτσα το άρπαξαν, του πήραν το καρβέλι και για τιμωρία του έσπασαν το τρυφερό του χεράκι συντρίβοντας το πάνω στο πόδι του ανελέητου στρατιώτη. Τι πονούσε περισσότερο; Η πείνα; Το χαμένο καρβέλι; Το σπασμένο χεράκι; Η αθώα καρδιά; Όχι λίγα παιδιά, από την πείνα, είχαν γίνει κλέφτες και καθώς ήταν μικροσκοπικά κι ευλύγιστα ξεφύτρωναν από το πουθενά, έπαιρναν ό,τι χρειάζονταν και σαν τον άνεμο εξαφανίζονταν πάλι.

Στο δρόμο περνούσαν οι ψαράδες και οι μανάβηδες διαλαλώντας την πραμάτεια τους. Το ψωμί το έφτιαχναν με τα σπόρια από τα άχυρα που έφτιαχναν τις σκούπες. Σκουπόσπορος! Στο δελτίο αντιστοιχούσαν 30 δράμια σε κάθε οικογένεια. Τα 400 δράμια ήταν μια οκά. Ο Μεταξάς έκανε τα 300 δράμια 1 κιλό αλλά δεν κατέβασε την τιμή, ένα κιλό κόστιζε όσο μία οκά! Έτσι του έβγαλαν το τραγούδι: «Μετάξη, μετάξη, το ψωμί θα πάει δεκάξι και η οκά 300».

Οι επιθεωρήσεις ήταν πολύ της μόδας. Ξεχώριζε η Σοφία Βέμπο, γνωστή ως «ηΤραγουδίστρια της Νίκης». Τολμηρή κι ατρόμητη τραγουδούσε πολλά αντιστασιακά τραγούδια όπως το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του». Ήταν πολύ αγαπητή στα στρατεύματα γιατί πήγαινε στους λόχους και τους τραγουδούσε για να τους ψυχαγωγήσει και να τους εμψυχώσει. Ακολούθησε τα στρατεύματα ακόμα και στην Αίγυπτο! Ήταν και ο Γούναρης με «Κορόιδο Μουσολίνι, κανένας δε θα μείνει…» κλπ.

Της Ελένης η μητέρα είχε καθοδηγήσει τα παιδιά προς μία εκλεπτυσμένη μόρφωση. Τακτική της Λυρικής Σκηνής ήταν η Ελένη και τα αδέρφια της και στο σπίτι της ακούγονταν όλες οι άριες των πιο γνωστών κομματιών της όπερας. Οι γείτονες και οι περαστικοί απολάμβαναν τις νότες τους και η Ελένη καθώς ήταν τόσο καλή στη μουσική, αυτό σπούδαζε μέχρι που παντρεύτηκε το 1951.

(Συνεχίζεται)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας