Κάπου 2.400 ακουστικές μετρήσεις ενός ολλανδικού πανεπιστημίου μπορούν να δώσουν απάντηση στην εξίσωση της ψυχής και του λόγου των παραστάσεων στο αρχαίο θέατρο; Καταλύουν τον μύθο του ή μήπως τους μύθους που στήνουν όσοι παραβιάζουν «την ιερότητα του χώρου», με ηχητικές ατραξιόν για τουρίστες;
Ελάτε λοιπόν. Ας αρχίσουμε να μετράμε. Ας μετρήσουμε τη συγκίνηση, την αίσθηση του να βρίσκεσαι στην ορχήστρα της Επιδαύρου, την γοητεία που φτάνει ως τις κερκίδες. Πώς είπατε; Αδύνατον; Και όμως. Μελέτες ακουστικής έχουμε πλέον, χάρη στους επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Αϊντχόβεν (Ολλανδία). Μελέτες αίσθησης μάλλον δεν θα έχουμε. Ίσως γιατί αυτό ακριβώς που έχει σημασία σε ένα αρχαίο θέατρο σαν εκείνο του Ασκληπιείου, στην Επίδαυρο, δεν μπορεί να μετρηθεί.
Αφορμή για αυτό το ρεπορτάζ ήταν οι έρευνες που επιχείρησαν, σύμφωνα με τον βρετανικό Guardian, να διαλύσουν ένα μύθο. Περί της ακουστικής του αρχαίου θεάτρου, όπως και αντίστοιχες για το ρωμαϊκό ωδείο κάτω από την Ακρόπολη των Αθηνών, ήτοι το Ηρώδειο. Αφορμή ήταν αυτές οι έρευνες. Όμως το ρεπορτάζ οδηγήθηκε, από ανθρώπους που στάθηκαν στην ορχήστρα, απέναντι από το κοίλον της Επιδαύρου, ή δούλεψαν με τον λόγο και την όρχηση, τη μουσική, στην αίσθηση. Που για όλους είχε κάτι το μοναδικό που δεν μετριέται.
Ας ξεκινήσουμε πρώτα με μια μικρή παρεξήγηση σε σχέση με τις εν λόγω ακουστικές έρευνες, όπως την έλυσε στο Protagon ο Ρέμι Γουενμίκερς, από την ομάδα επιστημόνων του ολλανδικού τεχνικού πανεπιστημίου, που «από αγάπη για το αρχαίο θέατρο», όπως υποστήριξαν, μπήκε στον κόπο να συλλέξει κάπου 2.400 δείγματα ακουστικής (με 20 μικρόφωνα) από 12 διάφορα σημεία του θεάτρου και με διάφορες πηγές ήχου. «Δεν μπήκαμε στη διαδικασία να καταρρίψουμε τον μύθο του αρχαίου θεάτρου, καθώς έτσι κι αλλιώς πολλά έχουν αλλάξει από την αρχαία εποχή και πολλά έχουν προστεθεί, αλλά του θεάτρου στη σημερινή του μορφή. Και δεν μιλάμε για τη χρήση του σε παραστάσεις δράματος, που ο λόγος φτάνει στο κοίλον αρκεί ο ηθοποιός που τον εκφέρει να έχει την κατάλληλη φωνή. Αλλά για την τουριστική χρήση του, από ξεναγούς που ισχυρίζονται ότι αν τσαλακώσεις μια εφημερίδα ή ρίξεις ένα κέρμα στην ορχήστρα ή αν ψιθυρίσεις, το ακούς ακόμη και στην τελευταία επάνω κερκίδα», μου εξήγησε απλά και θαρρετά ο Ρέμι Χ.Σ. Γουενμίκερς, του Τομέα Δομημένου Περιβάλλοντος.
«Υπάρχει διαφορά στις ιστορίες που αφηγούνται διάφοροι ξεναγοί και στην ακουστική πραγματικότητα, τη σημερινή ακουστική πραγματικότητα του θεάτρου», πρόσθεσε ο επιστήμονας που μαζί με άλλους πήρε τα δείγματα τον Μάρτιο και τον Απρίλιο στο αρχαίο θέατρο και ελπίζει ότι θα τους επιτραπεί να συνεχίσουν την έρευνα, «πιο διεξοδικά» στους επόμενους μήνες. Οι αρχαιολόγοι ξέρουν τα περί της εξαιρετικής ακουστικής -τουλάχιστον για τα μέσα της εποχής- του αρχαίου θεάτρου, που «χτίστηκε για να τελούνται μουσικοί, ωδικοί και δραματικοί αγώνες των Ασκληπιείων». Γνωρίζουν όμως και ότι «στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. το κοίλο επεκτάθηκε και η χωρητικότητα από 8.000 αυξήθηκε σε 13.000 – 14.000 θεατές. Και αυτό, το λεγόμενο «επιθέατρο», άλλαξε τα δεδομένα, προφανώς και τα ακουστικά. Πέρα από το γεγονός ότι και το ίδιο το δομικό υλικό του θεάτρου, που στην αρχαιότητα ήταν πιο λείο, πλέον με τους αιώνες έχει καταστεί πορώδες και άρα διαφοροποιήθηκε ακουστικά.
«Υπάρχει διαφορά στις ιστορίες που αφηγούνται διάφοροι ξεναγοί και στην ακουστική πραγματικότητα, τη σημερινή ακουστική πραγματικότητα του θεάτρου» λέει ο ο Ρέμι Χ.Σ. Γουενμίκερς (Εθνικό Θέατρο/Facebook)
Αυτό κάνει το εν λόγω θέατρο μοναδικό. Όχι όμως και τουριστική «ατραξιόν», με κόλπα -όπως η τσαλακωμένη εφημερίδα, το νόμισμα ή ο ψίθυρος- που, κατά τους επιστήμονες, συντηρούν έναν μύθο καθώς πολλοί από το κοινό των ξεναγών (που συνάντησαν οι Ολλανδοί και την περίοδο που έκαναν τις μετρήσεις ακουστικής) απλώς δεν λένε την αλήθεια ότι δεν ακούνε καν «αυτό το μικρό θαύμα».
Σε αυτή την ατραξιόν, που «παραβιάζει την ιερότητα του χώρου», αντιδρά ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Σωτήρης Χατζάκης, που μετράει ήδη οκτώ δουλειές του στην Επίδαυρο. «Το έχουμε πει πολλές φορές: δεν επιτρέπεται οι ξεναγοί να πατούν στη θυμέλη, η οποία έπρεπε να είναι περιφραγμένη. Από τους ηθοποιούς πώς ζητάμε, ρητά, να μην την πατούν; Πώς λοιπόν ξεναγοί παρεμβαίνουν σε έναν ιεροπρακτικό χώρο σαν την Επίδαυρο, αρχέγονα τελεστικό, που έχει διαμορφώσει την βιοενέργειά του από την πύκνωση των ψυχών που έπαιξαν εκεί και των θεατών που τις παρακολούθησαν;». Ζητά δε να δοθεί, επιτέλους κάποτε, ρητή εντολή από το αρμόδιο υπουργείο να μην πατούν ξεναγοί και λοιποί στη θυμέλη. «Δηλαδή, μπαίνουν στις εκκλησίες στο Άγιο Βήμα; Πώς πατούν την ιερά θυμέλη του θεάτρου;»
Ακόμη και αν το δούμε επιστημονικά, κατά τον Σωτήρη Χατζάκη, «αν μπορούσε πράγματι να μετρηθεί η ενέργεια που καταναλώθηκε σε αυτό το θέατρο, ποιος ξέρει τι ανακάλυψη θα κάναμε. Ο υπαίθριος χώρος και το κύκλιο σχήμα του αρχαίου θεάτρου ορίζουν ένα μαγικοθεραπευτικό σύμπαν, το οποίο δεν απέχει από την πολιτική σκέψη: όλα τα σημεία απέχουν ίσα από το κέντρο του κύκλου, δεν υπάρχει πρώτος και τελευταίος και υπάρχει συνεχής ροή. Δεν μπορούμε λοιπόν με κανονικότητες να μετρήσουμε αυτό το χώρο. Είναι πνευματικό κατόρθωμα να είσαι και να παίζεις στην Επίδαυρο, που σε επιλέγει και δεν την επιλέγεις, σε διαβάζει και δεν την διαβάζεις».
Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Σωτήρης Χατζάκης ζητά να απαγορευτεί σε ξεναγούς και λοιπούς να πατούν στη θυμέλη (Εθνικό Θέατρο/Facebook)
Ο ίδιος θέτει, με αφορμή τις μετρήσεις στην Επίδαυρο και το ζήτημα της ανυπαρξίας κρατικής σχολής αρχαίου δράματος, που να προετοιμάζει τους ηθοποιούς (και ηχητικά) για τις εκεί παραστάσεις. Κάτι που ακόμη δεν έχει υλοποιήσει και το Λύκειον Επιδαύρου, που έστησε το Φεστιβάλ Αθηνών. Το βασικό όμως σε σχέση με τις σημερινές ακουστικές μετρήσεις -και αυτό το παραδέχονται και οι επιστήμονες που μέτρησαν-είναι ότι διαφέρουν πλέον πολλά σε σχέση με την αρχαία φάση του θεάτρου. Όπως το θέτει ο κ. Χατζάκης, «ακόμη και οι βιορυθμοί των θεατών είναι διαφορετικοί σήμερα. Η εσωτερική τους χρόνωση».
Θυμέλη, είπαμε. «Γύρω από τη θυμέλη συμβαίνει κάτι μαγικό», παρατηρεί από την πλευρά του ο συνθέτης Μίνως Μάτσας, που το καλοκαίρι δούλεψε -για πρώτη φορά- με φωνές ψαλτών κυρίως, στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», αλλά έχει δουλέψει αρκετές φορές («Ειρήνη», «Όρνιθες» κ.λπ.) με μουσικές στο θέατρο του Ασκληπιείου. «Η φωνή είναι σαν να χτυπάει κάτω και να ανεβαίνει, σαν σε χοάνη». Ιδού η μοναδικότητα στον ήχο, που φαίνεται ότι έχει να κάνει και με τα σπασμένα κιούπια κάτω από τη σκηνή, όπως μου επισημαίνει.
Ο ίδιος πάντως θεωρεί ότι μετά το Lincoln Center στη Νέα Υόρκη δεν έχει δουλέψει σε καλύτερο, ακουστικά, χώρο από την Επίδαυρο. «Αυτού του είδους η διάχυση λόγου προϋποθέτει βέβαια και τις αντίστοιχες φωνές. Δεν είναι για όλους η Επίδαυρος. Χώρια ότι δεν ξέρουμε πραγματικά πώς ήταν στην αρχαιότητα». Ή πώς λειτουργούσε ακουστικά. Κάτι που επισήμανε στο Protagon και ο καθηγητής Κλασικών Γλωσσών και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Δρ. Αρμάντ Τζ. Ντ’ Ανζούρ, αναφορικά με τις μετρήσεις των ολλανδών επιστημόνων. «Οι επιφάνειες του θεάτρου θα ήταν καταρχάς λιγότερο τραχιές στην αρχαιότητα, από ό,τι είναι σήμερα. Είναι σαφές ότι η καλή ακουστική ήταν το κλειδί στα αρχαία θέατρα, που δεν είχαν τα καλά των σημερινών μέσων ηχητικής ενίσχυσης. Οι κατασκευαστές τους, πιστεύω, θα είχαν τρόπους ανάδειξης και ενίσχυσης στη μετάδοση του ήχου, για τους οποίους σήμερα σχεδόν δεν έχουμε ούτε την παραμικρή ιδέα».
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Έκτορα Λυγίζο «τα πράγματα αλλάζουν και κάτι αρχίζει και χάνεται» στο πάνω διάζωμα (Εθνικό Θέατρο/Facebook)
Η αίσθηση, πάντως, ότι στο πάνω διάζωμα «τα πράγματα αλλάζουν και κάτι αρχίζει και χάνεται» υπάρχει στην Επίδαυρο, κατά τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Έκτορα Λυγίζο, που το καλοκαίρι δούλεψε για δεύτερη φορά -με τις ευριπίδειες «Βάκχες»- στο αρχαίο αργολικό θέατρο. Η αίσθηση του ηθοποιού από την ορχήστρα, πάλι, είναι ότι όλα είναι πιο κοντινά απ’ ότι στην πραγματικότητα, παρατηρεί. Και, βέβαια, είναι μεγάλη εμπειρία να παίζεις εκεί. «Σου δίνει μια μεγάλη γκάμα ποσταρίσματος για τη φωνή». Και το λέει αυτό ένας σκηνοθέτης και ηθοποιός που δούλεψε σε αυτό το θέατρο με τη μέθοδο Alexander, που εκπαιδεύει τους γατζωμένους στο σκελετό μύες να χαλαρώνουν, εκπαιδεύοντας το σώμα ώστε να γίνεται και καλύτερο ηχείο – μια εκπαίδευση ειδική για ανοιχτό χώρο σαν αυτόν της Επιδαύρου.
Το βασικό που παρατηρεί ο Εκτορας Λυγίζος είναι ότι, αντίθετα με το Ηρώδειο, που είναι πολύ προβληματικό ως προς τον ήχο στο πάνω διάζωμα, η Επίδαυρος στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται ηχητική ενίσχυση. Εκείνο που μετράει είναι η επιδραστικότητα του ίδιου του λόγου και της εκφοράς του, καταλήγει. Πόσο δηλαδή φτάνει να δονεί το θεατή. Και αυτό ακριβώς, η ζωντανή εμπειρία και η πύκνωση ψυχής και λόγου από σκηνής (ή ορχήστρας, αν θέλετε), είναι που δεν μπορεί να μετρηθεί. Ούτε έχει διαμορφώσει μύθο, για να διαλυθεί από 2.400 μετρήσεις ή περισσότερες…