Το μότο που αποδίδεται στον Τζορτζ Μπέρναρ Σο περιγράφει τέλεια το αίσθημα αχαριστίας προς το νεότερο εαυτό μας.
Τα τελευταία 5 χρόνια έκανα δύο παιδιά, πήρα το Sorbonne, έμαθα να χορεύω αργεντίνικο τάνγκο και εκπαιδεύτηκα σε νέες τεχνολογίες προκειμένου να φέρω εις πέρας τα 50 επιπλέον καθήκοντα που μου ανατέθηκαν από τον εργοδότη μου.
Η μέρα εξακολουθεί να έχει 24 ώρες, τόσες ακριβώς όσες είχε και όταν ήμουν 20, όταν όχι απλώς δεν έκανα τίποτε από τα παραπάνω αλλά κοιτούσα τα ταβάνια ή έπινα καφέ και πίστευα ότι είμαι τρομερά πιεσμένη επειδή είχα να κάνω μια εργασία για τον Άμλετ. Εκείνη η κοπέλα που θυμάμαι, η λίγο πιο ξανθιά και με ελαφρώς πιο γεμάτες καμπύλες, αντιμετώπιζε το χρόνο με τόσο λίγο σεβασμό που κάνει τον 40χρονο εαυτό μου να θέλει να γυρίσει πίσω στη δεκαετία του ’90 σαν το φάντασμα των Χριστουγέννων και να την πιάσει από το οξυζεναρισμένο μαλλί της.
Ναι, σίγουρα ήταν μια άλλη, λιγότερο γρήγορη εποχή. Κυλούσε χωρίς να βιάζεται να φτάσει στο τέλος της χιλιετίας, χωρίς social media, χωρίς μετρό και Αττική Οδό, με ένα βρόμικο αεροδρόμιο και σαρδελοποιημένους φοιτητές μέσα στα λεωφορεία της γραμμής 222. Και η κρίση δεν ανάγκαζε κανέναν ενήλικα να κάνει τρεις δουλειές ή να μην κοιμάται τα βράδια. Αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία.
Η χαμένη δεκαετία των 20 ετών είναι παγκόσμιο γυναικείο φαινόμενο. Είναι ο αλλόκοτος συνδυασμός πρώιμης ωριμότητας των κοριτσιών που τα κάνει, π.χ., να συμβιβάζονται σε εξωφρενικά λάθος σχέσεις και μιας καταστροφικής ψευδαίσθησης (που δεν συναντάς τόσο στα αγόρια) ότι έχεις όλο το χρόνο του κόσμου μπροστά σου για να αλλάξεις αύριο ό,τι βαριέσαι σήμερα. Όμως, μάντεψε τι, αγαπητή νεαρή αναγνώστρια: δεν τον έχεις.
REGRETS, I HAD A FEW
Όλοι οι λαοί διαθέτουν και από ένα σοφό ρητό για να περιγράψουν αυτό που νιώθω. Οι Έλληνες λέμε «Στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα». Οι Γάλλοι κάτι παρόμοιο μ’ εμάς, τη φράση του Ανρί Εστιέν από το 16ο αιώνα «Si jeunesse savait, si vieillesse pouvait» («Αν η νιότη γνώριζε, αν η ηλικία μπορούσε»). Οι Άγγλοι όμως με καλύπτουν καλύτερα με το μότο που αποδίδεται στον Τζορτζ Μπέρναρ Σο: «Youth is wasted on the young» («Η νιότη χαραμίζεται στους νέους»). Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το είπε εκείνος. Ο Σο, αυτός ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας που αγαπάμε για τον Πυγμαλίωνα, δηλαδή το μετέπειτα σενάριο του Ωραία μου Κυρία, έζησε αρκετά για να ξέρει τα καλά και τα στραβά της προχωρημένης ηλικίας. Πέθανε πλήρης ημερών στα 90 τόσα έχοντας ίσως το απωθημένο να αποκτήσει ξανά για λίγο τη νιότη του όχι για να γλεντήσει με μικρούλες και να μεθύσει από τις κραιπάλες, όπως ο Δρ Φάουστ του Γκέτε, αλλά για να κατακτήσει τον κόσμο. Κι άλλο.
Το «Η νιότη χαραμίζεται στους νέους» δεν θα μπορούσε να συμπυκνώνει καλύτερα όχι το μίσος προς τους νέους αλλά αυτό το αίσθημα αχαριστίας προς το νεότερο εαυτό μας. Εκείνον που ήταν στην καλύτερη δυνατή φυσική κατάσταση και αντί να διαπρέπει σε κάποιο σπορ ή να συνεχίσει τα μαθήματα χορού (για μένα λέω), κατανάλωνε τζανκ φουντ και αλκοόλ. Εκείνο τον εαυτό που θα έπρεπε να έχει γυρίσει τον κόσμο με ένα σακίδιο γιατί αυτό είναι κάτι που δεν θα μπορέσει να κάνει ποτέ αργότερα. Εκείνον, τέλος, που αντί να βαλτώνει σε πρόωρα «σοβαρές» σχέσεις και δεσμεύσεις που τον κρατάνε πίσω, να είναι ελεύθερος να βρει το δρόμο του μέσα από ρομαντικές περιπέτειες που συναρπάζουν το μυαλό του και τον αναβαθμίζουν πολιτισμικά και κοινωνικά.
Η φράση του Σο μας λέει συνοπτικά: αν είχα την εμπειρία που έχω τώρα όταν ήμουν 20 χρόνων, η ζωή θα ήταν υπέροχη. Όλα όσα θεωρούσαμε δεδομένα τότε, μας λείπουν τώρα. Οι περισσότεροι άνδρες θα σου πουν για τη φυσική δύναμη και τη ζωτικότητά τους. Οι γυναίκες πάλι, ίσως δεν κλαίμε τόσο πάνω από τη μη αναστρέψιμη καθοδική πορεία ορισμένων μελών του σώματός μας όσο γι’ αυτές τις χαμένες ευκαιρίες για ακόμα περισσότερη περιπέτεια. Πρόκειται μάλλον για μια μεγάλη παρεξήγηση ότι οι νέοι είναι τολμηροί. Το μεγαλύτερο μέρος της νεαρής ηλικίας μας είμαστε αναποφάσιστοι, ανασφαλείς και αρκετά δειλοί.
Σε έρευνα που διεξήχθη για τη σεξουαλική συμπεριφορά των γυναικών στα 20 και στα 30, κάποιος από τους ερωτηθέντες άνδρες παρατήρησε το εξής: «Οι περισσότερες 30χρονες κοπέλες με τις οποίες έχω βγει φαίνεται να έχουν περάσει τη δεκαετία των 20 κάνοντας σχέσεις με losers».
H ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΗΛΙΑΚΟΥ
Όχι, δεν αγαπώ τη νεότητα σαν state of mind. Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω ακούσει μια πραγματικά μοντέρνα ιδέα από το στόμα νεαρού ατόμου στο δημόσιο λόγο και τις περισσότερες φορές ανατριχιάζω με τα κλισέ που αναπαράγουν ή την απαρχαιωμένα αριστερίστικη διαλεκτική τους. Σιχαίνομαι τις καταλήψεις. Βαριέμαι τους νεανικούς έρωτες. Δεν με άγγιξαν ποτέ αρκετά ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα. Προτιμώ τους ανεκπλήρωτους πόθους στα βιβλία του Φιτζέραλντ ή τους 8 γάμους της Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Είμαι περήφανη για την πικρή εμπειρία που μου έχουν χαρίσει οι απογοητεύσεις μου.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θαυμάζω τα φυσικά χαρακτηριστικά της νιότης. Ο θαυμασμός μου όμως είναι καθαρά επιστημονικός και εστιάζει σε αυστηρώς ματαιόδοξα ζητήματα, όπως η τέλεια επιδερμίδα, τα λαμπερά μαλλιά, το ύψος του κώλου και η θέση του στήθους.
Ο κυνισμός με τον οποίο αντιμετωπίζω τον παλιό, ανόητο εαυτό μου μπορεί να μην του αξίζει αλλά όσο μεγαλώνει η απόσταση μεταξύ μας τόσο λιγοστεύουν τα αποθέματα ανοχής που του επιφυλάσσω. «Όλοι μας κρύβουμε μέσα μας έναν ομιλητή αποφοίτησης», έγραψε σε ένα άρθρο της το 1997 η δημοσιογράφος Μαίρη Σμιντ, με το οποίο αναφερόταν νοερά στους απόφοιτους εκείνης της χρονιάς (χρονιά -συνειδητοποιώ τώρα- και της δικής μου αποφοίτησης) δίνοντάς τους καθόλου βαρύγδουπες αλλά μάλλον γλυκόπικρες και αστείες συμβουλές για το μέλλον, όπως το να φορούν πάντα αντηλιακό.
Το άρθρο έγινε αστικός μύθος, έκανε το γύρο του κόσμου στο νεογέννητο ίντερνετ, αποδόθηκε λανθασμένα σε διάφορους συγγραφείς και έπεσε στα χέρια του σκηνοθέτη Μπαζ Λούρμαν o οποίος το επέκτεινε γράφοντας άλλες τόσες λέξεις και το μετέτρεψε στο τραγούδι που όλοι θα έχετε ακούσει. Λέγεται Everybody’s Free to Wear Sunscreen και, τελευταία, όποτε το ακούω στο ραδιόφωνο κλαίω.
Ο λόγος για τον οποίο κλαίω -τέλος πάντων, βουρκώνω- είναι γιατί οι στίχοι, που δεν είναι ακριβώς στίχοι αλλά απαγγελία πεζού λόγου με έναν κάποιο ρυθμό, μιλούν με πολύ περισσότερη τρυφερότητα απ’ ό,τι κάνω εγώ εδώ τώρα γι’ αυτή την εποχή όπου όλα είναι μπροστά σου και πριν το καταλάβεις βρίσκονται ήδη πίσω σου. Αν το άκουγα την ημέρα της αποφοίτησής μου φαντάζομαι πως δεν θα με συγκινούσε καθόλου. Να τι λένε τα lyrics:
«Χαρείτε τη δύναμη και την ομορφιά των νιάτων σας. Καλά, αφήστε. Δεν θα καταλάβετε τη δύναμη και την ομορφιά των νιάτων σας παρά μόνο όταν αυτά θα έχουν χαθεί. Όμως πιστέψτε με: σε 20 χρόνια θα κοιτάζετε πίσω τις παλιές φωτογραφίες σας και θα ανακαλείτε με έναν τρόπο που αδυνατείτε να κάνετε τώρα πόσες δυνατότητες είχατε μπροστά σας και πόσο υπέροχοι πραγματικά δείχνατε».
«Μην ανησυχείτε για το μέλλον. Ή μάλλον ανησυχήστε αλλά να ξέρετε ότι το να ανησυχείς είναι τόσο αποτελεσματικό όσο το να προσπαθείς να λύσεις μια εξίσωση Άλγεβρας μασώντας τσιχλόφουσκα. Οι αληθινές σκοτούρες στη ζωή μέλλει να είναι πράγματα που τώρα δεν περνούν καν από το προβληματισμένο μυαλό σας. Εκείνου του είδους τα πράγματα που σε χτυπούν ξαφνικά στις 4 το απόγευμα μιας αδιάφορης Τρίτης». Εδώ ανατριχιάζω.
«Κάντε ένα πράγμα κάθε μέρα που σας φοβίζει. Μην είστε αδίστακτοι με τις καρδιές των άλλων» (εντάξει, τύψεις), «μην ανέχεστε αυτούς που είναι αδίστακτοι με τη δική σας» (θυμός, ακόμα).
«Μη χάνετε το χρόνο σας σε ζήλιες. Κάποιες φορές είσαι μπροστά, κάποιες φορές είσαι πίσω… Η κούρσα είναι μεγάλη και στο τέλος είναι μόνο με τον εαυτό σου». Σε αυτό το σημείο βουρκώνω τόσο πολύ που μυρμηγκιάζει η μύτη μου.
«Προτιμώ τη σημερινή ηλικία μου από τη νιότη μου», λέει η 77χρονη Τζέιν Μίλερ, συγγραφέας του βιβλίου Crazy Age: Thoughts on Being Old, όπου περιγράφει χωρίς συναισθηματισμούς και με μπόλικο χιούμορ το σχετικά ανεξερεύνητο μέχρι σήμερα έδαφος της γυναικείας τρίτης ηλικίας. Αυτή την εποχή, εκτός από το να κολυμπάει καθημερινά στην τοπική πισίνα, διαβάζει το Πόλεμος και ειρήνη. Για τρίτη φορά. Στα ρώσικα. «Τρεις σελίδες σιγά-σιγά κάθε πρωί».
Παραφράζοντας τον Σο, ο προβοκατόρικος τίτλος ενός συνεδρίου στο Βανκούβερ του Καναδά, φέτος, ρωτούσε αν «η νιότη χαραμίζεται στους νέους… επιστήμονες». Μια έρευνα του Πολυτεχνείου του Μόντρεαλ βρήκε ότι η επιστημονική παραγωγικότητα κορυφώνεται γύρω στην ηλικία των 44, περίπου 17 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση ενός ερευνητή. Πρόσφατα διάβαζα ότι απόφοιτοι της Νομικής Σχολής του Γέιλ απέρριψαν την προσφορά μιας εταιρίας να τους πληρώσει 80.000 δολάρια για να μην εργαστούν για ένα χρόνο, ώστε να τους προσλάβει τον επόμενο Σεπτέμβριο, όταν δηλαδή θα άδειαζαν κάποιες θέσεις. Τους χάριζε δηλαδή έναν ετήσιο μισθό με τον οποίο θα μπορούσαν να γυρίσουν τον κόσμο, να προσφέρουν εθελοντική εργασία ή να μην κάνουν απολύτως τίποτα. Εκείνοι όμως θεώρησαν την προσφορά κατώτερη των προσόντων τους και πήγαν να κάνουν αιτήσεις αλλού.
Γιατί; Διότι δεν ήξεραν ότι αυτή η ευκαιρία δεν θα προκύψει ποτέ, μα ποτέ ξανά στην υπόλοιπη, γεμάτη άγχη και υποχρεώσεις επαγγελματική ζωή τους. «Όπως είπε κάποτε και ένας σοφός: ήμουν τόσο ηλικιωμένος τότε. Είμαι νεότερος τώρα».
Σαχλαμάρες, λέει ένας άλλος τύπος σε ένα forum: «Η ιδέα ότι η νιότη χαραμίζεται στους νέους προήλθε πιθανότατα από κάποιο 35άρη τη στιγμή που ξυπνούσε βλαστημώντας για να ταΐσει το μωρό στις 2 το πρωί ξέροντας ότι θα σηκωθεί για δουλειά σε 4 ώρες. Και απορούσε πώς μπορούσε να πηγαίνει στο μάθημα άυπνος ύστερα από ολονύκτιο μεθύσι όταν ήταν φοιτητής».
Στο Sunscreen, ο Λούρμαν καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που μετριάζει το θυμό μου. Αφήνω ήσυχη την 20χρονη να φάει τα μούτρα της. Εξάλλου δεν θα άλλαζα τίποτα τώρα, πιστεύω απόλυτα στη θεωρία του χάους: η ζωή είναι ένα ατελείωτο Sliding Doors, όπου το να πάρεις το επόμενο τρένο μπορεί να αλλάξει την τροπή των πάντων κι εγώ δεν μπορώ πια παρά να αποδεχτώ όλες τις αποφάσεις μου, και τις σωστές και τις λάθος, που οδήγησαν τελικά στη γέννηση της κόρης μου, χωρίς το πρόσωπο της οποίας δεν μπορώ να φανταστώ τον κόσμο.
Το συμπέρασμα του Λούρμαν είναι αυτό: «Οι συμβουλές είναι ένα είδος νοσταλγίας. Το να τις δίνεις είναι ένας τρόπος να ψαρεύεις το παρελθόν από το καλάθι των αχρήστων, να το ξεσκονίζεις, να ξαναβάφεις τα άσχημα μέρη του και να το ανακυκλώνεις δίνοντάς του παραπάνω αξία απ’ ό,τι έχει».