Διέσυραν τους πολιτικούς τους αντιπάλους με έωλες κατηγορίες, απαξίωσαν το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα χαρακτηρίζοντάς το «διεφθαρμένο», «σάπιο», «βρόμικο» και «χρεοκοπημένο». Απαξίωσαν τη Δικαιοσύνη, έκαναν ωμές παρεμβάσεις στο έργο της, προανήγγειλαν δικαστικές αποφάσεις, επιχείρησαν να ελέγξουν την λειτουργία της, στοχοποίησαν δικαστικούς που εναντιώθηκαν στις μεθοδεύσεις.
Γράφει ο Ιάσων Πιπίνης
Απαξίωσαν το ρόλο της Αστυνομίας, μετέτρεψαν τα περιπολικά σε «ταξί», συντηρούν «άβατα», ανέχονται την ανομία.
Απαξίωσαν τον στρατό, μετέτρεψαν τη στρατιωτική μπάντα σε χορωδία για τα ιδιωτικά πάρτι του Πάνου Καμμένου, αρνούνται να ερευνηθούν τυχόν ευθύνες στην πολύκροτη υπόθεση πώλησης πολεμικού υλικού, υποβαθμίζουν την κράτηση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στην Αδριανούπολη.
Απαξίωσαν τα μέσα ενημέρωσης, διαπόμπευσαν σε απευθείας σύνδεση τους «καναλάρχες», στοχοποίησαν «ενοχλητικούς» δημοσιογράφους.
Είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς κάνει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εδώ και τρία χρόνια:
Υπονομεύει συστηματικά τους θεσμούς της Δημοκρατίας. Ποιος είναι ο λόγος; Πιθανότατα, λόγω ιδεολογικών καταβολών, δεν μπορεί να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία τους ούτε και το ρόλο που επιτελούν. Πολλές φορές αποτελούν «θεσμικά» εμπόδια στην υλοποίηση των πρακτικών της, τα οποία προσπαθούν να ξεπεράσουν.
Ενδεχομένως, όμως, η υπονόμευση των θεσμών να εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο, που στόχο έχει να οδηγήσει την πλειονότητα των πολιτών να χάσουν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς, ακόμη και σε αυτούς που παραδοσιακά εμπιστεύονται σε περιόδους κρίσης. Σε ένα περιβάλλον πλήρους απαξίωσης των θεσμών, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη αποδείξει ότι μπορεί να εμφανίζεται ως «μεσσίας», ως η μοναδική γνήσια λαϊκή δύναμη που δήθεν μπορεί να επιβάλει την «κάθαρση» αλλά και την «τιμωρία».
Εσχάτως, ο «οδοστρωτήρας» του ΣΥΡΙΖΑ περνάει πάνω και από τον στρατό. Ολοι είδαμε στους τηλεοπτικούς δέκτες τη μητέρα του λοχία Δημήτρη Κουκλατζή, που εξακολουθεί να βρίσκεται κρατούμενος στην Αδριανούπολη, να προσπαθεί να ρωτήσει τον αναπληρωτή υπ. Αμυνας, Φώτη Κουβέλη, τι περισσότερο θα έκανε «αν ήταν δικό του παιδί»… Η εικόνα του αντιστρατήγου να την ακουμπά με το χέρι του και εκείνη να σταματά, λέγοντας «μα δεν μπορώ», προκάλεσε αλγεινή εντύπωση. Αμέσως μετά ακούστηκε η φράση «όχι τώρα» και ζητήθηκε από τις κάμερες να αποχωρήσουν, για να μην καταγράψουν το ξέσπασμα της μάνας.
Το επόμενο επεισόδιο διασυρμού των θεσμών ήρθε αμέσως μετά, με την ανακοίνωση της Αστυνομίας για τα επεισόδια της Τούμπας, στην οποία δεν υπήρχε καμία αναφορά για το όπλο το οποίο έφερε ο Ιβάν Σαββίδης όταν εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο. Η Αστυνομία δεν είδε το όπλο, το είδε όμως ολόκληρος ο πλανήτης. Λίγες εβδομάδες πριν, η Αστυνομία είχε «δει» στο μεγαλειώδες συλλαλητήριο για το Μακεδονικό στο Σύνταγμα μόνον… 140.000 πολίτες, δίνοντας μάλιστα και υλικό από την κάμερα από το ελικόπτερο της Αστυνομίας, στο οποίο όμως είχε «θολώσει» την ώρα που τραβήχτηκε το υλικό.
Η απαξίωση των θεσμών ενδεχομένως εξυπηρετεί πολιτικά συμφέροντα, όμως τραυματίζει τη Δημοκρατία. Ο μοναδικός θεσμός που για την ώρα παραμένει αλώβητος, σε ένα βαθμό τουλάχιστον, είναι η Εκκλησία. Λογικό. Τα καθεστώτα του εθνικολαϊκισμού, αν και διαφωνούν με την κοσμοθεωρία της Εκκλησίας και με τα προνόμιά της, έχουν ως πάγια τακτική να μη συγκρούονται ανοιχτά μαζί της, πολύ απλά γιατί τη χρειάζονται και τη χρησιμοποιούν, συνήθως ως «προκάλυμμα».