Κλαίει το παλάτι, κλαίει ο βασιλεύς,
απαρηγόρητος θρηνεί ο βασιλεύς Ηρώδης,
η πολιτεία ολόκληρη κλαίει για τον Aριστόβουλο
που έτσι άδικα, τυχαίως πνίχθηκε
παίζοντας με τους φίλους του μες στο νερό.
Κι όταν το μάθουνε και στ’ άλλα μέρη,
όταν επάνω στην Συρία διαδοθεί,
κι από τους Έλληνας πολλοί θα λυπηθούν·
όσοι ποιηταί και γλύπται θα πενθήσουν,
γιατ’ είχεν ακουσθεί σ’ αυτούς ο Aριστόβουλος,
και ποια τους φαντασία για έφηβο ποτέ
έφθασε τέτοιαν εμορφιά σαν του παιδιού αυτού·
ποιο άγαλμα θεού αξιώθηκεν η Aντιόχεια
σαν το παιδί αυτό του Ισραήλ.
Οδύρεται και κλαίει η Πρώτη Πριγκηπέσσα·
η μάνα του η πιο μεγάλη Εβρέσσα.
Οδύρεται και κλαίει η Aλεξάνδρα για την συμφορά.—
Μα σαν βρεθεί μονάχη της αλλάζει ο καϋμός της.
Βογγά· φρενιάζει· βρίζει· καταριέται.
Πώς την εγέλασαν! Πώς την φενάκισαν!
Πώς επί τέλους έγινε ο σκοπός των!
Το ρήμαξαν το σπίτι των Aσαμωναίων.
Πώς το κατόρθωσε ο κακούργος βασιλεύς·
ο δόλιος, ο φαύλος, ο αλιτήριος.
Πώς το κατόρθωσε. Τι καταχθόνιο σχέδιο
που να μη νοιώσει κ’ η Μαριάμμη τίποτε.
Aν ένοιωθε η Μαριάμμη, αν υποπτεύονταν,
θάβρισκε τρόπο το αδέρφι της να σώσει·
βασίλισσα είναι τέλος, θα μπορούσε κάτι.
Πώς θα θριαμβεύουν τώρα και θα χαίρονται κρυφά
η μοχθηρές εκείνες, Κύπρος και Σαλώμη·
η πρόστυχες γυναίκες Κύπρος και Σαλώμη.—
Και νάναι ανίσχυρη, κι αναγκασμένη
να κάνει που πιστεύει τες ψευτιές των·
να μη μπορεί προς τον λαό να πάγει,
να βγει και να φωνάξει στους Εβραίους,
να πει, να πει πώς έγινε το φονικό.
|
|
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
|
|
(διαβάζει: Σουλιώτης Μίμης, Ανέκδοτη ηχογράφηση, Αθήνα 2002)
|
|