Ο νέος και τα λεωφορεία
γράφει
Κωνσταντίνος Παπαλέξης
Facebook: @konstantinpapalexis
Τότε τα λεωφορεία ήσαν μπλε. Μπλε σκούρο, για να είμεθα ακριβείς, κι από το ύψος των παραθύρων και πάνω, λευκό. Είχαν πλήρωμα δύο ατόμων – οδηγός και εισπράκτορας. Αμφότεροι φορούσαν κάτι γενικώς γκρι και είχαν και κασκέτο με μαύρο γείσο που γυάλιζε. Για τον νέο της φωτογραφίας το δίλημμα δεν επελύετο: τι ήθελε να γίνει άμα μεγάλωνε; Οδηγός ή εισπράκτωρ;
Βλέπεις, ο οδηγός είχε μαγικές αρμοδιότητες. Πρώτον εκείνο το τεράστιο τιμόνι που για να στρίψει το όχημα σε μια διασταύρωση θα ‘πρεπε να το γυρίζει, να το γυρίζει, να το γυρίζει… Σκύβοντας για να το καταφέρει να το αρπάξει από τη μακρινή μεριά κι ορθώνοντας το κορμί του για να το φέρει τη βόλτα, και σκύβοντας ξανά και ξανά ορθώνοντας, λες κι έκανε κουπί, και πάλι και πάλι… Αποφασιστικά και με δύναμη… Πάμπολλες βόλτες. Κι όταν επιτέλους κατάφερνε να προσδώσει στο όχημα την επιθυμητή κατεύθυνση, η επαναφορά ήταν κάτι ακόμη μαγικότερο: χαλάρωνε τη λαβή του στο τιμόνι κι εκείνο άρχιζε να περιστρέφεται με ορμή προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πότε σφίγγοντας πότε ξεσφίγγοντας το χέρι έλεγχε την ταχύτητα επαναφοράς, κι ακουγόταν εκείνος ο γλυκός ήχος καθώς το τιμόνι γλιστρούσε μέσα στα στεγνά ζεστά του χέρια.
Άλλη μαγική λειτουργία ήσαν τα τεράστια πεντάλ και πώς τα δούλευε με τα πόδια του. Όσο πατούσε το δεξί, το όχημα μούγκριζε και επιτάχυνε. Κι ύστερα για μια στιγμή άφηνε το δεξί, και με το αριστερό πόδι πατούσε τέρμα το αριστερό πεντάλ. Ταυτόχρονα, με το δεξί του χέρι άλλαζε θέση στον τεράστιο λεβιέ που είχε δεξιά του, γκρρρρρρρρρρ αγρίευαν όλα τα γρανάζια κάτω από το πάτωμα του οχήματος μέχρι να κλειδώσει η νέα θέση, κι ύστερα άφηνε πάλι το αριστερό πόδι και ξαναπατούσε το δεξί πεντάλ, ξανά από την αρχή.
Τώρα ο ήχος της μηχανής είχε αλλάξει κλίμακα. Γινόταν πιο μπάσος. Αλλά όσο συνέχιζε να πατά το δεξί αυξάνοντας ταχύτητα, τόσο η μηχανή πριμάριζε και πάλι. Οπότε, πάλι από την αρχή: αριστερό πεντάλ, γκρρρρρρρρρ ο λεβιές, και πάλι δεξί πεντάλ. Μέχρι που πλησίαζε η στάση. Τότε το δεξί πόδι πατούσε το μεσαίο τεράστιο πεντάλ και το λεωφορείο φρενάριζε κι η μηχανή κατέβαζε τόνο. Και το αριστερό πατούσε άλλη μια βαθιά και ο λεβιές ερχόταν σε θέση ανάπαυσης. Καθώς ανέβαιναν ο κόσμος. Να δονείται όλο το λεωφωρείο περιμένοντας, η μηχανή να βογγάει στο ρελαντί, και μαζί να δονείται και ο λεβιές και το χέρι του οδηγού που αναπαυόταν πάνω του, με τα δάχτυλα να κρέμονται τεμπέλικα προς τα κάτω, κι η βέρα στον παράμεσο να γυαλίζει χρυσή. Απόγευμα. Και τότε ο εισπράκτωρ να φωνάζει τη μαγική λέξη στον οδηγό: «φύγε!»
Εξ ου και ο νέος της φωτογραφίας δεν μπορούσε να αποφασίσει μεταξύ οδηγού και εισπράκτορος. Διότι, εκτός που φώναζε «φύγε!» για να ξεκινήσει το λεωφορείο, ο εισπράκτωρ πατούσε και το κομβίον και έκλεινε η πόρτα. Κι ύστερα περνούσαν από μπροστά του άπαντες. Αυτός καθόταν στη δική του θέση, ψηλότερα από τις άλλες, κάθετα προς την κατεύθυνση του λεωφορείου, πλάτη στο παράθυρο. Και στο καλύτερο μέρος: ακριβώς πάνω από την πίσω δεξιά ρόδα! Κι είχε εκείνο το πράμα που φύλαγε τα κέρματα – τα έσπρωχνε το ‘να πάνω στ’ άλλο, δεκάρες, εικοσάρες, πενηντάλεπτα, δραχμαί, και λοιπά. Τακτικά και όμορφα.
Ό,τι κέρμα τού έδιναν στο χέρι το έβαζε στην κατάλληλη στήλη και πίεζε κι αυτό αποθηκευόταν στην κορυφή της, κι ύστερα ό,τι ρέστα ήθελε να δώσει τα έπαιρνε πάλι από την κορυφή τής αντίστοιχης στήλης γλιστρώντας τα προς τα κάτω και έξω. Και πάνω στην κερματοθήκη με χοντρά λάστιχα συγκρατούσε και τα μπλοκ των εισιτηρίων – μικρά χαρτάκια που είχαν περφορασιόν μεταξύ ράχης και στελέχους. Βουτούσε τον αντίχειρα στο σφουγγαράκι που ήταν κι αυτό πιασμένο μαζί, τραβούσε το στέλεχος του εισιτηρίου και το ‘κοβε, και το τσαλάκωνε μουσκεμένο μαζί με τα ρέστα, κι όλα τα πίεζε στην ανοιχτή παλάμη τού επιβάτη που περίμενε. Η ράχη του εισιτηρίου έμενε στη θέση της, ώστε μετά να μπορέσει να μετρήσει και να κάνει λογαριασμό, τόσα εισιτήρια έκοψα, τόσα λεφτά μάζεψα.
Πώς ν’ αποφασίσεις; Ο οδηγός φώναζε «πρόσεχε κυρά μου» και πατούσε την κόρνα. Αλλά ο εισπράκτωρ είχε κι ένα μπλε στιλό που το έπιανε στο λαστιχάκι μαζί με τα εισιτήρια και το σφουγγαράκι και μ’ αυτό σημείωνε κάθε νέα παρτίδα για να μη χάνει το λογαρισμό. Κι είχε κι ένα χαρτί με τετραγωνάκια διπλωμένο και το ξεδίπλωνε και κάτι έγραφε στο κατάλληλο κουτάκι και το ξαναδίπλωνε και το σφήνωνε κάτω από τα λάστιχα, μεταξύ εισιτηρίων και κερματοθήκης. Κι ύστερα φώναζε «προχωρήστε στον διάδρομο» – κι είχε και μικρόφωνο. Αλλά ούτως ή άλλως φώναζε.
Πάλι, όταν έφτανε το λεωφορείο στο τέρμα, ήταν ο οδηγός αυτός που μ’ ένα πασπαρτού σαν πόμολο μπαλκονόπορτας άνοιγε τα ντουλαπάκια από μέσα, πάνω από την κολώνα που χώριζε τα δύο τα παρμπρίζ – δύο ήταν τότε τα παρμπρίζ, άνοιγε τα ντουλαπάκια και με τη μανιβέλα έστρεφε τον κάτω ή τον πάνω κύλινδρο, ανάλογα, και μαζί τους κύλαγε και ξετυλιγόταν από τον ένα προς τον άλλον η υφασμάτινη λωρίδα που είχε γραμμένα με ωραία μαύρα και κόκκινα γράμματα πού πήγαινε το λεωφορείο και τον αριθμό του, στενά στενά για να χωρούν όλα, κι ανάποδα γραμμένα, να μπορεί να τα διαβάζει ο κόσμος απ’ έξω, να καταλαβαίνει!
Δύσκολη επιλογή. Μπήκε σε πάμπολλα λεωφορεία ο νέος της φωτογραφίας και μελέτησε το πράγμα εις βάθος. Καθόταν πάντα μπρος δεξιά, κοντά στον οδηγό για να μπορεί να παρατηρεί. Ή πίσω αριστερά, πάνω από τη ρόδα, για να προσέχει τον εισπράκτορα. Τι Σκάνια Βάμπις, τι Λέιλαντ, τι Μερτσέντες. Αλλά συμπέρασμα δεν έβγαζε, τι ήθελε να γίνει. Εξ ου και άφηνε το ζήτημα σε προσωρινή, όπως νόμιζε, εκκρεμότητα. Μέχρι που οι εισπράκτορες κατηργήθησαν και απέμειναν μόνον οι οδηγοί. Οι οποίοι δε φώναζαν πλέον «πού πας κυρά μου» και δεν πατούσαν κόρνα, και ο τεράστιος λεβιές στο δεξί χέρι αντικαταστάθηκε από ένα μικρό αυτόματο μοχλάκι που το κουνούσες με τ’ ακροδάχτυλά σου – ούτε γκρρρρρρρ τα γρανάζια ούτε τίποτα.
Οδυνηρό. Αυτά που δεν ήξερε τι να διαλέξει ο νέος της φωτογραφίας, πλέον δεν υπήρχαν. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Διατήρησε βέβαια την επιθυμία μια μέρα να φορούσε κι αυτός μια βέρα στον δεξή παράμεσο. Χρυσή, να γυαλίζει.
Η φωτογραφία έχει χρονολογηθεί με τη μέθοδο του ραδιενεργού άνθρακα-14. Με αρκετή ακρίβεια εκτιμάται ότι πρόκειται για το τρίτο τέταρτο του προηγουμένου αιώνος.
Ποιος ειναι ο Κωνσταντίνος Παπαλέξης;
Ο Κωνσταντίνος Παπαλέξης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Θέατρο και Κινηματογράφο. Εργάζεται σαν Γραφίστας, Φωτογράφος, Επιμελητής Εκδόσεων και Σκηνοθέτης.