Το Βραβείο Πρίτσκερ στον ινδό «αρχιτέκτονα των φτωχών»
Μαθητής και συνεργάτης του Λε Κορμπιζιέ, ο 90χρονος Μπαλκρίσνα Ντόσι είναι ο πρώτος ινδός αρχιτέκτονας που τιμάται με το βαρύτιμο Βραβείο Pritzker.
Ένας από τους πιο επιδραστικούς αρχιτέκτονες στην Ινδία, που σχεδιάζει σπίτια τόσο για πλούσιους όσο και για φτωχούς, ο Μπαλκρίσνα Ντόσι, βραβεύτηκε φέτος με το «Νoμπέλ Αρχιτεκτονικής», όπως ονομάζεται συχνά το Βραβείο Πρίτσκερ, το σημαντικότερο αρχιτεκτονικό βραβείο του κόσμου. Το Πρίτσκερ, το οποίο συνοδεύεται από το χρηματικό ποσόν των 100.000 δολαρίων, απονέμεται κάθε χρόνο από το 1979 από το Ιδρυμα Χάιατ σε εν ζωή αρχιτέκτονες για την πρωτοποριακή τους αντίληψη.
Ο 90χρονος αρχιτέκτονας είναι ο πρώτος Ινδός που τιμάται με το Πρίτσκερ, βραβείο το οποίο στο παρελθόν έχουν πάρει κορυφαίοι αρχιτέκτονες όπως ο Όσκαρ Νιμάγιερ και η Ζάχα Χαντίντ.
Ο 90χρονος Μπαλκρίσνα Ντόσι είναι ο πρώτος ινδός αρχιτέκτονας που τιμάται με το βραβείο Πρίτσκερ (photo courtesy of VSF)
Γνωστός για τη συνεργασία του με τον Λε Κορμπιζιέ από την εποχή που επέβλεπε την κατασκευή των έργων του γάλλου μοντερνιστή στην πόλη Καντικάρ, ο Ντόσι πέτυχε την καθολική αναγνώριση, καθώς επηρέασε όσο κανείς άλλος την αρχιτεκτονική στη χώρα του, προσαρμόζοντας τις αρχές του διεθνούς μοντερνισμού στο τοπικό κλίμα, το περιβάλλον και τις παραδόσεις της χώρας του.
Σε κείμενά του, ο Ντόσι υποστηρίζει ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να «αντικατοπτρίζει τον κοινωνικό τρόπο ζωής και τις πνευματικές πεποιθήσεις», ενώ αναφέρεται επίσης στα «σταθερά στοιχεία της ινδικής αρχιτεκτονικής: την πλατεία του χωριού, το παζάρι, την αυλή».
Το αρχιτεκτονικό του γραφείο θυμίζει σχολείο, πράγμα που δεν προκαλεί έκπληξη σε όσους τον γνωρίζουν αφού η διδασκαλία βρίσκεται στην καρδιά της φιλοσοφίας του. Τη δεκαετία του 1960, ίδρυσε τη δική του σχολή, τη Σχολή Αρχιτεκτονικής του Αχμενταμπάντ, γνωστή πλέον ως Πανεπιστήμιο Cept, με υπαίθριες αίθουσες διδασκαλίας, όπου η εκπαίδευση εστιάζει στο περιβάλλον. Εδώ και 50 χρόνια, εξάλλου διδάσκει ως επισκέπτης καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο.
Τη δεκαετία του 1960, ο Ντόσι ίδρυσε το Cept, της δική του Σχολή Αρχιτεκτονικής του Αχμενταμπάντ (photo courtesy of VSF)
Ο Ντόσι δεν διστάζει να επικρίνει την τρέχουσα αρχιτεκτονική εκπαίδευση. «Οι περισσότερες σχολές αρχιτεκτονικής κοιτάζουν το σώμα ενός σκελετού και όχι αυτό που βρίσκεται κάτω από τη σάρκα» έχει πει σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Dezeen.
«Ορισμένα θέματα είναι διαχρονικά», πρόσθεσε, «όπως το πώς αρθρώνεις τον χώρο ή πώς φέρνεις το φως του ήλιου μέσα και δουλεύεις με τις σκιές… Έχει σχέση με το τι σε επηρεάζει και τι σου προκαλεί την αίσθηση ότι είσαι ζωντανός. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό. [Οι σχολές] δεν κάνουν ζωντανούς ανθρώπους».
Ινδική παράδοση και μοντερνισμός
«Η αρχιτεκτονική του Μπαλκρίσνα Ντόσι ήταν ανέκαθεν σοβαρή και ποτέ φανταχτερή ή πομπώδης, δεν ακολουθεί τις τάσεις», δήλωσε ο εκπρόσωπος της κριτικής επιτροπής του βραβείου Πρίτσκερ, επαινώντας το έργο του, το οποίο «δείχνει μια βαθιά αίσθηση ευθύνης και την επιθυμία να προσφέρει στη χώρα του και στους ανθρώπους της με αυθεντική αρχιτεκτονική υψηλής ποιότητας».
«Kamala House», εσωτερικό της κατοικίας του Ντόσι στην οποία έχει δώσει το όνομα της συζύγου του (photo courtesy of VSF)
Η φιλοσοφία του ινδού αρχιτέκτονα είναι προφανής στον σχεδιασμό του οικιστικού συγκροτήματος «Aranya», που χτίστηκε το 1989 στο Ιντόρε για να στεγάσει 80.000 ανθρώπους. Με δαιδαλώδη μονοπάτια, αυλές και κατοικίες, που σχεδιάστηκαν με πρόβλεψη για μελλοντική επέκταση και προσαρμογή σε νέες συνθήκες της ζωής των κατοίκων του, το έργο κέρδισε το 1995 το αρχιτεκτονικό βραβείο Αγά Χαν για την ικανότητά του να φέρνει κοντά ανθρώπους διαφορετικών εισοδημάτων.
Μιλώντας στον Guardian μετά την ανακοίνωση του βραβείου του, περισσότερο σαν φιλόσοφος παρά σαν μηχανικός, ο Ντόσι δήλωσε ότι οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι που ασχολούνται με έργα για ανθρώπους χαμηλών εισοδημάτων -αλλά και με την εκπαίδευση- χρειάζεται να πάρουν τον φακό τους από τον αρχιτέκτονα ως άτομο και να είναι πολύ πιο συνεργατικοί, να συμπονούν και να επενδύουν στην αξιοπρέπεια των ανθρώπων που πρόκειται να στεγάσουν.
Σε σύγκριση με την ιστορία της εκκαθάρισης παραγκουπόλεων και της μετεγκατάστασης των κατοίκων τους, για παράδειγμα στις ΗΠΑ με το New Deal (τα οικονομικά μέτρα του Προέδρου Ρούσβελτ για την ανακούφιση των φτωχότερων και των ανέργων μετά την Μεγάλη Ύφεση του 1929) αλλά και σε χώρες όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η «Aranya» του Ντόσι είναι ένα επιτυχημένο οικιστικό πρότζεκτ σε μια χώρα που αντιμετωπίζει συνεχώς μεγάλα προβλήματα στέγασης για τους φτωχότερους πολίτες της.
Το Ινδικό Ινστιτούτο Διοίκησης σε σχέδια του Ντόσι (photo courtesy of VSF)
«Είναι σπίτια όπου ζει μια ευτυχισμένη κοινότητα. Αυτό είναι που έχει τελικά σημασία» δήλωσε ο Ντόσι για το «Aranya». Ο διάσημος αρχιτέκτονας πιστεύει ότι ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του συγκροτήματος οφείλεται στο γεγονός ότι αντί να παρουσιάσουν στους μελλοντικούς κατοίκους του –που συνήθως επρόκειτο να μείνουν για πρώτη φορά σε κατοικία ειδικά σχεδιασμένη- ένα έτοιμο σχέδιο, τους έδωσαν την ευκαιρία να προσαρμόσουν και να βελτιώσουν τα σπίτια τους σύμφωνα με τις ανάγκες τους.
Χτισμένα γύρω από έναν κεντρικό άξονα κτιρίων που φιλοξενούν επιχειρήσεις, τα σπίτια του Ντόσι –από γκαρσονιέρες του ενός δωματίου μέχρι μεγαλύτερα σπίτια για πιο ευκατάστατες οικογένειες – είναι σχεδιασμένα σε ομάδες των δέκα γύρω από πάρκα και αυλές.
Πέρα από την αισθητική, ο Ντόσι υποστηρίζει ακόμη ότι η αρχιτεκτονική και ο αστικός σχεδιασμός – όταν γίνονται σωστά- «μπορούν και πρέπει να μετασχηματίζουν κοινωνικά τους φτωχότερους του κόσμου» και τονίζει ότι «Όταν ενδυναμώνετε τους ανθρώπους, αυτό που συμβαίνει είναι ότι τους δίνονται κίνητρα να αναγεννηθούν. Η υπόσχεση ενός σπιτιού δεν είναι μια περιορισμένη ελπίδα, όριο γίνεται ο ουρανός».
Χαρακτηριστική σκιερή και πράσινη στοά στο Ινδικό Ινστιτούτο Διοίκησης (photo courtesy of VSF)
Παλαιότερα σχέδιά του (ολοκληρώθηκαν το 1984) για την Βιντγιαντάρ Ναγκάρ, μια δορυφορική πόλη 350.000 κατοίκων κοντά στην Τζαϊπούρ, την πρωτεύουσα του Ρατζαστάν, συνδυάζουν τα χαρακτηριστικά του ουτοπικού μοντερνισμού με τις αρχαίες ινδουιστικές παραδόσεις.
Να σημειωθεί ότι ο Ντόσι δίνει μεγάλη σημασία στη μετάβαση από το δημόσιο στον ιδιωτικό χώρο και στην αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας, του ηλιακού προσανατολισμού, του πρασίνου και του νερού.
Ανάλογη υπήρξε και η έμπνευσή του για το Ινδικό Ινστιτούτο Διοίκησης στη Μπανγκαλόρ (ολοκληρώθηκε το 1983), που οργανώθηκε ως ένα συγκρότημα αλληλοσυνδεόμενων κτιρίων και σκιερών στοών, για την αντιμετώπιση του ζεστού κλίματος.
Γεννημένος στην Πούνε της Ινδίας το 1927, ο Μπαλκρίσνα Ντόσι κατάγεται από μια οικογένεια, η οποία για δύο γενιές ασχολήθηκε με τη βιομηχανία επίπλων. Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Βομβάη και το 1951 πήγε στο Παρίσι το για να εργαστεί με τον Λε Κορμπιζιέ, παρά το γεγονός ότι δεν ήξερε γαλλικά.
Life Insurance Corporation Housing (photo courtesy of VSF)
Τρία χρόνια αργότερα, το 1954, επέστρεψε στην Ινδία για να επιβλέψει τα έργα του Λε Κορμπιζιέ στο Τσαντιγκάρ και το Αχμενταμπάντ.
«Αφιερώνω αυτό το διάσημο βραβείο στον γκουρού μου, τον Λε Κορμπιζιέ» δήλωσε μόλις έμαθε τα νέα για τη βράβευσή του. «Η διδασκαλία του με ώθησε να αμφισβητήσω την ταυτότητα και να ανακαλύψω μια σύγχρονη έκφραση που υιοθετήθηκε τοπικά για ένα ολιστικό οικιστικό συγκρότημα».