Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο, τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη τόσο θετική σάν μεταφυσική πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ’ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα, κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε, γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ’ αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος