ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ

γράφει

Peggy Papadopoulou

Πέγκυ Παπαδοπούλου
Facebook: @PeggyPapadopoulou

Διάβασε στα Ισπανικά

Η Έλλη έχει μια θεία. Πολλά ξαδέλφια, παππούδες, γιαγιάδες, φίλες, συμμαθήτριες αλλά μονάχα μία θεία. Τη θεία Φένια. Αδελφή της μαμάς της αυτή, βέβαια! Που όμως δεν μοιάζει καθόλου με τη μαμά – κι ούτε με κανέναν άλλο “κανονικό” άνθρωπο μοιάζει. Η θεία Φένια είναι εντελώς διαφορετική με έναν δικό της, μοναδικό κι αξιαγάπητο τρόπο. Η Έλλη την αγαπάει πολύ!

Η μαμά της Έλλης έχει όμορφα καφετιά μαλλιά, που τα μαζεύει αλογοουρά σχεδόν πάντα, για να μην της πέφτουν στα μάτια. Τις λίγες φορές που τα αφήνει ανάλαφρα να πέφτουν στους ώμους της, μάλλον έχουν να πάνε σε γάμο, βαφτίσια ή άλλη γιορτή. Και φορά απλά ρούχα, συνήθως άσπρα πουκάμισα με παντελόνια. Το απαιτούν λέει στη δουλειά της και φαίνεται πως η μαμά τελικώς βολεύτηκε έτσι και είναι σα να πηγαίνει πάντα για δουλειά – εκτός μερικών περιπτώσεων βεβαίως!

Η θεία Φένια έχει κατάμαυρα μαλλιά, που λάμπουν όταν πέφτει ήλιος πάνω τους, είναι κοντούλα και μικροκαμωμένη, άνετα αν την βλέπεις από την πλάτη την περνάς για παιδί του δημοτικού! Αφήνει τις μπούκλες της ελεύθερες ν’ ανεμίζουν στον αέρα κι αν καμιά φορά τις μαζέψει, κάνει έναν τεράστιο φιόγκο μ’ ένα μαντήλι και μοιάζει από μακριά με “συσκευασία δώρου” όπως λέει η μαμά. Τα φουστάνια της, τις περισσότερες φορές έχουν πολύχρωμα λουλούδια σταμπωμένα πάνω τους, σε όλα τα χρώματα που μπορεί να φανταστεί κανείς. Το ίδιο έχει και το σπίτι της θείας Φένιας : πολλά χρώματα και πολλά λουλούδια. Παντού. Μέσα στο σπίτι και έξω από αυτό! Έχει ακόμη και ένα σωρό μικρά διακοσμητικά, αφού η θεία Φένια κάνει ένα σωρό συλλογές. Συλλογή από παλιές κουβαρίστρες, συλλογή από δακτυλήθρες, βιβλία – που δεν χωράνε στην βιβλιοθήκη και πλέον στοιβάζονται όπου αλλού βάζει ο νους του ανθρώπου -, συλλογή από κούκλες. Αυτή η τελευταία είναι η μεγάλη αδυναμία της μικρής, αλλά δεν τολμά ούτε να τις αγγίξει, τόσο όμορφες που είναι! Και, σε μια μεγάλη κρυστάλλινη βιτρίνα, η θεία Φένια φυλά αυτό που λέει “οικογενειακές στιγμές” και τις κοιτά ώρες – ώρες με λατρεία. Φωτογραφίες, αποξηραμένες ανθοδέσμες, μικρές μπουτουνιέρες, κι όλες οι μπομπονιέρες από γάμους και βαφτίσια της οικογένειας και των φίλων.

Η Έλλη τρελαίνεται όταν πηγαίνει να μείνει μια – δυο μέρες με τη θεία Φένια. Υπάρχουν πολύ λίγα “μη” και “δεν πρέπει”, μπορεί να είναι ολημερίς στον ήλιο και τον αέρα, να κουνιέται με τις ώρες στην κούνια του κήπου, να ταΐζει τα καναρίνια και τα κουνελάκια, να ποτίζει, να σκαλίζει, να φυτεύει σπόρους και βολβούς. Μπορεί ακόμη να παίζει κρυφτό με τα ρούχα της μπουγάδας – ένα παιχνίδι που αρέσει τόσο πολύ στη θεία Φένια – καθώς αυτά κρέμονται με τις ώρες από τα σχοινιά για να στεγνώσουν. Η τηλεόραση ξεχνιέται και το τάμπλετ παραμένει χωμένο βαθιά μέσα στην τσάντα της Έλλης μέχρι να φύγει από εκεί. Έχει ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει άλλωστε!

Μια μέρα, η θεία Φένια έφτιαξε μαζί με την Έλλη γλυκό βερίκοκο. Η Έλλη έπλυνε τα φρούτα, τα άνοιξε προσεκτικά στη μέση, εξέτασε ακόμη πιο προσεκτικά μήπως κάποιο σκουλικάκι είχε κάνει εκεί τη φωλιά του, έβαλε τα κουκούτσια σε μια γυάλα μεγάλη και τα έδωσε στην θεία να τα κάνει γλυκό. Τα κουκούτσια θα γίνονταν λικέρ, αλλά αυτό, όπως της εξήγησε, θα έπαιρνε πολύ καιρό μέχρι να γίνει. Τουλάχιστον το γλυκό μπορούσαν να το γευτούν πιο σύντομα!.

Αφού λοιπόν η θεία Φένια ανακάτεψε το σιρόπι μέχρι να δέσει και τα βερίκοκα μέχρι να βράσουν, κι έπρεπε τώρα να περιμένουν ώρα πολύ μέχρι το γλυκό να κρυώσει και να μπει στα βάζα του, πρότεινε να πάνε μια βόλτα στο λιβαδάκι που ήταν εκεί κοντά.

«Και τι να κάνουμε θεία;» ρώτησε η Έλλη

«Μμμμ… τίποτε. Να περπατήσουμε, να χαζεύουμε τα πουλιά και τη φύση, να παρακολουθούμε τις πεταλούδες. Ίσως να βρούμε και λίγη λεβάντα να μαζέψουμε να μοσχομυρίσουν οι ντουλάπες μου»

Κι έτσι, έβαλαν καπέλα – η θεία Φένια πρέπει να έχει παραπάνω από είκοσι καπέλα αλλ’ ευτυχώς αυτά δεν είναι όλα χρωματιστά, έβαλαν και λίγο αντηλιακό για καλό και για κακό, πήραν κι ένα μικρό καλάθι παραμάσχαλα και ξεχύθηκαν χοροπηδώντας κι οι δύο στο λιβαδάκι.

Το σπίτι της θείας Φένιας είχε το καλό να είναι μακριά από την Αθήνα, όχι πολύ δηλαδή αλλά πάντως στην εξοχή. Γι’ αυτό οι γονείς της Έλλης αλλά και φίλοι και συγγενείς, με την παραμικρή ευκαιρία πήγαιναν ως εκεί για ν’ απολαύσουν τον καθαρό αέρα και τη φύση.

Στη θεία Φένια αρέσει πολύ η φύση, πάρα πολύ. Θα μπορούσε να είναι όλη μέρα είτε στο βουνό είτε στη θάλασσα είτε ακόμη και σ’ αυτό το ταπεινό λιβαδάκι κοντά στο σπίτι της, και να χαίρεται την κάθε στιγμή. Κι αυτό το έχει μεταδώσει και στην μικρή Έλλη, που βρίσκει αυτές τις βόλτες απολαυστικές.

Περπατώντας λοιπόν και ψάχνοντας για τα μωβ λουλουδάκια της λεβάντας, η θεία κοντοστάθηκε. «Κοίτα Έλλη! Μια μυρμηγκοφωλιά!» Η Έλλη πλησίασε διστακτικά. Δεν της πολύ-άρεσαν τα μαμούνια. Ούτε καν τα αθώα μυρμηγκάκια. Η θεία της όμως τα κοιτούσε και τα θαύμαζε. «Δες πόσο οργανωμένα εργάζονται! Φροντίζουν το ένα το άλλο, έχουν σχολείο, παιδικό σταθμό, κι άπειρες αποθήκες φαγητού, για να έχουν όλα τους να περάσουν όμορφα τη ζωούλα τους στη φωλιά! Αν τα παρατηρήσεις αρκετή ώρα, θα δεις πως συνεννοούνται μεταξύ τους, κάτι σα να μιλάνε δηλαδή, για όλα τα πράγματα που θέλουν να κάνουν!»

Πολύ αρέσουν στην Έλλη τα «μαθήματα» της θείας Φένιας, η οποία έχει έναν τρόπο να σε κάνει να κατανοείς τα πάντα. Αλλά πάντως, στη φωλιά των μυρμηγκιών δεν πλησίασε. «Ώρες είναι τώρα να θέλει κανένα να εξερευνήσει τα παπούτσια μου!» έλεγε από μέσα της, ανατρίχιασε κι έκανε πως εξακολουθεί να ψάχνει για λεβάντες.

Κείνη τη στιγμή, καθώς σήκωσε το κεφάλι της από τη μελέτη των μυρμηγκιών, η θεία είδε δύο πεντάμορφες πεταλούδες να περνούν δίπλα της. «Έλλη, κοίτα δύο όμορφες πεταλούδες!» είπε κι έδειξε το δάκτυλο. Η Έλλη άρχισε να τρέχει πίσω τους, αντιγράφοντας τον χορό τους. Προσπαθούσε να είναι κι εκείνη ανάλαφρη και χαριτωμένη όπως αυτές. Περίεργο πράγμα, οι πεταλούδες δεν φοβήθηκαν καθόλου, ούτε την Έλλη ούτε την θεία της, κι έκαναν ένα σωρό δαντελένιους κύκλους πάνω από τα κεφάλια τους, σα να ήθελαν να γίνουν όλες μια παρέα.

«Κοίτα τι υπέροχα χρώματα έχουν!» φώναζε η Έλλη που προσπαθούσε να τις ακολουθήσει και κανα-δυο φορές παραπάτησε.

«Είδες; Είναι σαν τις ζωγραφιές σου!»

«Κάνω εγώ τόσο όμορφες ζωγραφιές θεία;»

«Φυσικά!»

Η Έλλη νόμιζε τόσον καιρό ότι μάλλον όμορφες μουτζούρες έκανε αλλά για να το λέει η θεία Φένια κάτι θα ήξερε. Από τη χαρά της έβγαλε το καπέλο της και το ανέμιζε στον αέρα, σα να ήταν ένα μαγικό ραβδί, και τόσο της άρεσε αυτό, μαζί με το χορό των πεταλούδων που προσπαθούσε να μάθει, που δεν είδε ένα χαμηλό βράχο, και σκόνταψε πάνω του. Το καπέλο-μαγικό ραβδί της έφυγε από το χέρι, και προσγειώθηκε πάνω στο βράχο και η ίδια, μετά από αρκετή ταλάντωση και προσπάθεια να μην σωριαστεί άγαρμπα και χτυπήσει, στάθηκε τελικά στα πόδια της κι έσκυψε να το πάρει.

«Ω! θεία έλα να δεις! Οι πεταλούδες μπήκαν μέσα στο καπέλο μου!»

«Χα!» έκανε η θεία Φένια φτάνοντας κοντά της. «Έχει τόσα λουλούδια το καπέλο σου που τις ξεγέλασες! Νόμιζαν πως ήταν αληθινά! Αλλά θα καταλάβουν σε λίγο πως δεν έχουν νέκταρ για να πιουν και θα φύγουν να πάνε σε …. άλλη καφετέρια, χαχαχα!»

«Μα, δεν θέλω να φύγουν, θέλω να τις έχω εδώ κοντά μου πολύ ώρα, να δω πώς είναι, ποια ακριβώς είναι τα χρώματά τους, πώς καταφέρνουν να κουνούν τόσο χαριτωμένα τα φτερά τους».

Τότε η θεία πλησίασε το καπέλο και χωρίς να ενοχλήσει τις δύο πεταλούδες, το σήκωσε απαλά και το έφερε κοντά στην Έλλη.
«ΩΩΩΩΩΩΩΩ!» η Έλλη δεν βρήκε τι άλλο να πει. Τόση ομορφιά μαζεμένη! Θαλασσί με καφέ και λίγο μπεζ, πινελιές του μαύρου και βουλίτσες με πορτοκαλί, ελάχιστο κίτρινο και μια σταγόνα μωβ, είχαν ενωθεί και η πεταλούδα που ήταν πιο κοντά της έμοιαζε να είναι το πιο θαυμαστό έργο της φύσης!

«Θέλω να τις πάρουμε σπίτι και να προσπαθήσω να ζωγραφίσω δύο ίδιες!» ικέτεψε την θεία Φένια.

«Α, αυτό δεν γίνεται μικρή μου!» της είπε εκείνη πολύ τρυφερά.

«Γιατί;»

«Γιατί το δικό μας σπίτι δεν μπορεί να γίνει δικό τους σπίτι και γιατί δεν θα τους αρέσει καθόλου η κλεισούρα εκεί μέσα!»

«Ποια κλεισούρα; Το σπίτι σου έχει μεγάλα παράθυρα κι ο ήλιος μπαίνει από παντού, οι μπαλκονόπορτες είναι μόνιμα ανοιχτές και ο φρέσκος αέρας πάντα μυρωμένος. Είναι υπέροχα εκεί!» η Έλλη σχεδόν έκλαιγε.

«Είναι υπέροχα για εμένα, εσένα, τους φίλους μας. Μα, οι πεταλούδες είναι μαθημένες να ζουν στη φύση κι όχι σε ένα ντουλάπι – γιατί ντουλάπι θα τους φαίνεται το σπίτι μας, μεγάλο αλλά πάντως, ντουλάπι! Άσε το άλλο…»

«Ποιο άλλο;» η Έλλη πολύ θα ήθελε να βουτήξει το καπέλο από τα χέρια της θείας και να τρέξει προς το σπίτι, αφήνοντάς τη να μιλάει μοναχή της, μα δεν το έκανε, ρουφούσε απλώς τα δάκρυά της και παρακαλούσε τον Θεό να κάνει τη θεία Φένια να την λυπηθεί.

«Η κάθε πεταλούδα έχει ένα όνειρο. Να πετάξει σε όλον τον κόσμο. Η πεταλούδα ζει γι’ αυτό. Για να κάνει το όνειρό της ταξίδι. Και πρέπει να την βοηθήσουμε. Αν την εγκλωβίσουμε, δεν θα το κάνει και θα είναι δυστυχισμένη. Θα της άξιζε αυτό; Θα της άξιζε να την στεναχωρήσουμε; Αυτήν που ομορφαίνει τα πάντα γύρω της;»

«Αχ, θεία Φένια! Πού πας και τα σκέφτεσαι όλα αυτά; Εγώ μόνο να τις ζωγραφίσω ήθελα! Δεν θα τους έκανα κακό!»

«Ωραία λοιπόν! Κοίτα να δεις τι θα κάνουμε. Πάρε από την τσάντα μου το κινητό μου – απαλά και αργά να κινείσαι να μην τις τρομάξεις. Ωραία! Ξέρεις να βρεις την κάμερα; Ναι; Εντάξει λοιπόν. Όσο πιο αθόρυβα μπορείς, τράβηξε όσες φωτογραφίες θέλεις για όση ώρα μένουν οι πεταλούδες στο καπέλο – δεν είναι χαζές ξέρεις, κάποια στιγμή θα φύγουν!»

Η Έλλη έκανε ότι της είπε η θεία της. Στο κάτω – κάτω, οι φωτογραφίες αυτές θα μπορούσαν και να την βοηθήσουν να κάνει ακόμη καλύτερες ζωγραφιές και επίσης να τις μοιραστεί με όλες τις φίλες της! Μετά, πήρε το καπέλο στα δικά της χέρια. Ένα μικρό δακτυλάκι της, κατάφερε να φτάσει πολύ κοντά στις πεταλούδες κι άγγιξε για μια φευγαλέα, τόση δα στιγμούλα, την άκρη ενός φτερού που τρεμούλιαζε απαλά την ώρα που η πεταλούδα έφευγε για να συνεχίσει το ταξίδι της. Το μικρό δάκτυλο της Έλλης πρόλαβε μέσα στην απειροελάχιστη αυτή στιγμή, να νιώσει τη χαρά και τη λαχτάρα για το ονειρικό ταξίδι. Την αγάπη για το παιδάκι που την άφησε να το κάνει. Την αγάπη για το φως του ήλιου και για τον αέρα και τα όμορφα λουλούδια. Την υπόσχεση πως ίσως ξαναβρεθούν κάποτε. Η Έλλη, μ’ αυτή την ελάχιστη επαφή, μπόρεσε να γίνει μια τελίτσα, μικρή και τρυφερή, στην διαδρομή του ονείρου της πεταλούδας. Κι ένιωσε ευτυχισμένη!

Οι δύο πεταλούδες άφησαν το καπέλο με τις ίδιες χαριτωμένες κινήσεις κι αφού έκαναν έναν κύκλο πάνω από το κεφάλι της Έλλης, σα να της έδιναν ένα αποχαιρετιστήριο φιλί, πέταξαν μακριά τους.

Η θεία Φένια με την Έλλη, πήραν το δρόμο του γυρισμού αγκαλιασμένες και σιωπηλές. Το μικρό λιβάδι χαιρόταν τις τελευταίες ακτίνες μέχρι να πέσει ο ήλιος. Η Έλλη κοίταξε την θεία της κι ήταν σίγουρη πως είχε πάει μαζί με τις πεταλούδες να ζήσει από κοντά το όνειρό τους. Πετούσαν – κι οι τρεις – πάνω από το λιβαδάκι, στο βουνό μάλλον ή ακόμη πιο πέρα. Απολάμβαναν την ελευθερία τους και τις ομορφιές που ο καλός Θεός έχει φτιάξει για όλα του τα πλάσματα!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας